Фωτογραφία: EPA
Η Ρωσία και η Κίνα για τρίτη φορά τους τελευταίους 9 μήνες άσκησαν βέτο στο «δυτικό» σχέδιο ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη Συρία, που προέβλεπε εξωτερική επέμβαση ως το βασικό μέσο για τον τερματισμό της βίας στην αραβική αυτή χώρα.
Η μόνιμη αυτή αντιπαράθεση στον ΟΗΕ προφανώς βγαίνει εκτός των ορίων του προβλήματος της διευθέτησης της συριακής κρίσης. Καθίσταται όλο και πιο σαφής η θεμελιώδης απόκλιση της Ρωσίας και της ΛΔΚίνας από τη μία πλευρά και των ΗΠΑ με τους συμμάχους των από την άλλη ως προς τις αρχές υποστήριξης της παγκόσμιας ειρήνης.
Την παραμονή της ψηφοφορίας αυτής κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας των προέδρων Ρωσίας και ΗΠΑ Βλαντίμιρ Πούτιν και Μπαράκ ΟΜπάμα, ο Αμερικανός ηγέτης προσπάθησε να πείσει το Ρώσο ομόλογό του να αλλάξει θέση και να υποστηρίξει την άποψη της Δύσης. Όπως εξήγησε στους δημοσιογράφους ο βοηθός του Πούτιν Γιούρι Ουσακόφ, σχολιάζοντας τη διάρκειας 50 λεπτών τηλεφωνική συνομιλία των δύο αρχηγών κρατών, «και ο Πούτιν και ο Ομπάμα κατανοούν τώρα καλύτερα τις λεπτομέρειες των θέσεων των δύο πλευρών, όμως σε ό,τι αφορά στις πρακτικές οδούς επίλυσης του Συριακού προβλήματος παραμένουν οι διαφωνίες». Διαφωνίες, προφανώς, που έχουν χαρακτήρα αρχής.
Οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών υποστηρίζουν σταθερά κάθε επαναστατικό κίνημα, το οποίο διακηρύττει ως σκοπό του τη δημιουργία δημοκρατικής κοινωνίας. Σ’ αυτήν την αλυσίδα εντάσσονται και οι «βελούδινες» επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και οι «έγχρωμες» στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ και η σημερινή «αραβική άνοιξη». Αυτό το γεγονός ανταποκρίνεται και στις βασικές αρχές οικοδόμησης του αμερικανικού κράτους και στη συναίνεση στην κοινή γνώμη της χώρας, στην οποία ακόμη πρόσφατα ήταν αναγκαίο να εξηγηθεί γιατί η Ουάσιγκτον στο όνομα των συμφερόντων ασφαλείας της συνεργάζεται με αυταρχικά καθεστώτα, όπως για παράδειγμα στην Αίγυπτο, στην οποία ουσιαστικά κυβερνούσε μια στρατιωτική χούντα με επικεφαλής τον Χόσνι Μουμπάρακ.
Λογική συνέχεια της υποστήριξης των «εγχρώμων» επαναστάσεων ήταν το δόγμα της «ανθρωπιστικής επέμβασης», σύμφωνα με το οποίο τα μη δημοκρατικά καθεστώτα εξαναγκάζονται να εκδημοκρατιστούν. Και στο βαθμό, που η «έγχρωμη» επανάσταση, όπως έδειξε η μοίρα του Καντάφι, δεν ακυρώνει την αυτοδικία ή τη δίκη με προοπτική την ισόβια κάθειρξη, όπως στην περίπτωση του Μουμπάρακ, τότε και η διάθεση συνεννόησης των καθεστώτων, που εντάσσονται στην «αραβική άνοιξη» προσεγγίζει το μηδέν. Γι’ αυτό και γεννιέται η επιθυμία να επιλυθεί το πρόβλημα στη βάση της έξωθεν εμπλοκής, των οικονομικών και διπλωματικών κυρώσεων, είτε με ένοπλες μεθόδους.
Το δόγμα της «ανθρωπιστικής επέμβασης» προφανώς δεν τυχαίνει δημοτικότητας εκτός ΗΠΑ και άλλων ώριμων δημοκρατιών. Στα κράτη, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι αδύναμοι, είτε δεν έχουν καθόλου σχηματιστεί – και αυτά είναι στον κόσμο η πλειονότητα – αμέσως «μετράνε» τις συνέπειες για τα ίδι και ολοφάνερα χωρίς ενθουσιασμό. Από εδώ προκύπτει και η απαίτηση της Δύσης να πετύχει τη συμφωνία των μονίμων μελών του ΣΑ του ΟΗΕ για την επιβολή της «ανθρωπιστικής επέμβασης».
Η κατάσταση στη Συρία είναι το πλέον επίκαιρο σήμερα παράδειγμα αυτής της εξέλιξης των γεγονότων.
Η Ρωσία και ΛΔΚίνας ως μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που έχουν δικαίωμα βέτο, ουσιαστικά συμφώνησαν με αυτήν την εξέλιξη των πραγμάτων στη Λιβύη. Ωστόσο τώρα δεν θέλουν επανάληψη των λιβυκών γεγονότων, όταν όλη η ισχύς του ΝΑΤΟ στράφηκε εναντίον μιας χώρας με πληθυσμό 6,5 εκατομμύρια.
Ο βετεράνος της ρωσικής διπλωματίας Γεβγκένι Πριμακόφ, ο οποίος κατείχε τη δεκαετία του 1990 το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, γράφει στα απομνημονεύματά του ότι η ομάδα «σοφών», που κλήθηκε από τον ΟΗΕ για να αποτιμήσει τις νέες προκλήσεις της διεθνούς ασφάλειας, κατέληξε στην ομόφωνη γνώμη για την αναγκαιότητα αντιπαράθεσης με αυτές τις αρνητικές διαδικασίες όπως οι μαζικές δολοφονίες αμάχου πληθυσμού μέσω των μηχανισμών του ΟΗΕ. Σχετικά με το θέμα ο Πριμακόφ υπογραμμίζει: «Η εξέταση της “εσωτερικής” κατάστασης από την άποψη της απειλής στην ειρήνη και την ασφάλεια, είναι ένα ζήτημα. Ενώ οι προσπάθειες να επιβληθούν σε άλλες χώρες εκείνα ή τα άλλα μοντέλα κρατικής είτε κοινωνικής δομής, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».
Με άλλα λόγια η Μόσχα, το Πεκίνο, άλλες χώρες της ομάδας των BRICS τάσσονται υπέρ της διατήρησης της αρχής της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κυρίαρχων κρατών, η οποία ήταν θεμελιώδης για τις διεθνείς σχέσεις τα τελευταία 300 χρόνια.
Μοιάζει αρκετά παράδοξο, αλλά η Ρωσία, ως κληρονόμος της ΕΣΣΔ, τάσσεται κατά των μεθόδων, τις οποίες αξιοποίησε το Κρεμλίνο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στέλνοντας στρατεύματα στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία για χάρη της υποστήριξης του ιδεολογικού της δόγματος.
Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία Κόφι Ανάν εξέφραε τη δυσαρέσκειά του γιατί τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν κατόρθωσαν να πετύχουν συμβιβασμό στο όνομα του τερματισμού της συριακής σφαγής. Μεταξύ άλλων κάθε θύμα της εμφύλιας σύρραξης, που διαρκεί ενάμισι χρόνο, αφαιρεί νομιμότητα και ηθικά δικαιώματα από τις πλευρές της σύγκρουσης και όλο και πιο επίμονα απαιτεί από τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συμφωνημένες ενέργειες. Άλλος δρόμος δεν μπορεί να υπάρξει
Η μόνιμη αυτή αντιπαράθεση στον ΟΗΕ προφανώς βγαίνει εκτός των ορίων του προβλήματος της διευθέτησης της συριακής κρίσης. Καθίσταται όλο και πιο σαφής η θεμελιώδης απόκλιση της Ρωσίας και της ΛΔΚίνας από τη μία πλευρά και των ΗΠΑ με τους συμμάχους των από την άλλη ως προς τις αρχές υποστήριξης της παγκόσμιας ειρήνης.
Την παραμονή της ψηφοφορίας αυτής κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας των προέδρων Ρωσίας και ΗΠΑ Βλαντίμιρ Πούτιν και Μπαράκ ΟΜπάμα, ο Αμερικανός ηγέτης προσπάθησε να πείσει το Ρώσο ομόλογό του να αλλάξει θέση και να υποστηρίξει την άποψη της Δύσης. Όπως εξήγησε στους δημοσιογράφους ο βοηθός του Πούτιν Γιούρι Ουσακόφ, σχολιάζοντας τη διάρκειας 50 λεπτών τηλεφωνική συνομιλία των δύο αρχηγών κρατών, «και ο Πούτιν και ο Ομπάμα κατανοούν τώρα καλύτερα τις λεπτομέρειες των θέσεων των δύο πλευρών, όμως σε ό,τι αφορά στις πρακτικές οδούς επίλυσης του Συριακού προβλήματος παραμένουν οι διαφωνίες». Διαφωνίες, προφανώς, που έχουν χαρακτήρα αρχής.
Οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών υποστηρίζουν σταθερά κάθε επαναστατικό κίνημα, το οποίο διακηρύττει ως σκοπό του τη δημιουργία δημοκρατικής κοινωνίας. Σ’ αυτήν την αλυσίδα εντάσσονται και οι «βελούδινες» επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και οι «έγχρωμες» στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ και η σημερινή «αραβική άνοιξη». Αυτό το γεγονός ανταποκρίνεται και στις βασικές αρχές οικοδόμησης του αμερικανικού κράτους και στη συναίνεση στην κοινή γνώμη της χώρας, στην οποία ακόμη πρόσφατα ήταν αναγκαίο να εξηγηθεί γιατί η Ουάσιγκτον στο όνομα των συμφερόντων ασφαλείας της συνεργάζεται με αυταρχικά καθεστώτα, όπως για παράδειγμα στην Αίγυπτο, στην οποία ουσιαστικά κυβερνούσε μια στρατιωτική χούντα με επικεφαλής τον Χόσνι Μουμπάρακ.
Λογική συνέχεια της υποστήριξης των «εγχρώμων» επαναστάσεων ήταν το δόγμα της «ανθρωπιστικής επέμβασης», σύμφωνα με το οποίο τα μη δημοκρατικά καθεστώτα εξαναγκάζονται να εκδημοκρατιστούν. Και στο βαθμό, που η «έγχρωμη» επανάσταση, όπως έδειξε η μοίρα του Καντάφι, δεν ακυρώνει την αυτοδικία ή τη δίκη με προοπτική την ισόβια κάθειρξη, όπως στην περίπτωση του Μουμπάρακ, τότε και η διάθεση συνεννόησης των καθεστώτων, που εντάσσονται στην «αραβική άνοιξη» προσεγγίζει το μηδέν. Γι’ αυτό και γεννιέται η επιθυμία να επιλυθεί το πρόβλημα στη βάση της έξωθεν εμπλοκής, των οικονομικών και διπλωματικών κυρώσεων, είτε με ένοπλες μεθόδους.
Το δόγμα της «ανθρωπιστικής επέμβασης» προφανώς δεν τυχαίνει δημοτικότητας εκτός ΗΠΑ και άλλων ώριμων δημοκρατιών. Στα κράτη, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι αδύναμοι, είτε δεν έχουν καθόλου σχηματιστεί – και αυτά είναι στον κόσμο η πλειονότητα – αμέσως «μετράνε» τις συνέπειες για τα ίδι και ολοφάνερα χωρίς ενθουσιασμό. Από εδώ προκύπτει και η απαίτηση της Δύσης να πετύχει τη συμφωνία των μονίμων μελών του ΣΑ του ΟΗΕ για την επιβολή της «ανθρωπιστικής επέμβασης».
Η κατάσταση στη Συρία είναι το πλέον επίκαιρο σήμερα παράδειγμα αυτής της εξέλιξης των γεγονότων.
Η Ρωσία και ΛΔΚίνας ως μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που έχουν δικαίωμα βέτο, ουσιαστικά συμφώνησαν με αυτήν την εξέλιξη των πραγμάτων στη Λιβύη. Ωστόσο τώρα δεν θέλουν επανάληψη των λιβυκών γεγονότων, όταν όλη η ισχύς του ΝΑΤΟ στράφηκε εναντίον μιας χώρας με πληθυσμό 6,5 εκατομμύρια.
Ο βετεράνος της ρωσικής διπλωματίας Γεβγκένι Πριμακόφ, ο οποίος κατείχε τη δεκαετία του 1990 το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, γράφει στα απομνημονεύματά του ότι η ομάδα «σοφών», που κλήθηκε από τον ΟΗΕ για να αποτιμήσει τις νέες προκλήσεις της διεθνούς ασφάλειας, κατέληξε στην ομόφωνη γνώμη για την αναγκαιότητα αντιπαράθεσης με αυτές τις αρνητικές διαδικασίες όπως οι μαζικές δολοφονίες αμάχου πληθυσμού μέσω των μηχανισμών του ΟΗΕ. Σχετικά με το θέμα ο Πριμακόφ υπογραμμίζει: «Η εξέταση της “εσωτερικής” κατάστασης από την άποψη της απειλής στην ειρήνη και την ασφάλεια, είναι ένα ζήτημα. Ενώ οι προσπάθειες να επιβληθούν σε άλλες χώρες εκείνα ή τα άλλα μοντέλα κρατικής είτε κοινωνικής δομής, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».
Με άλλα λόγια η Μόσχα, το Πεκίνο, άλλες χώρες της ομάδας των BRICS τάσσονται υπέρ της διατήρησης της αρχής της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κυρίαρχων κρατών, η οποία ήταν θεμελιώδης για τις διεθνείς σχέσεις τα τελευταία 300 χρόνια.
Μοιάζει αρκετά παράδοξο, αλλά η Ρωσία, ως κληρονόμος της ΕΣΣΔ, τάσσεται κατά των μεθόδων, τις οποίες αξιοποίησε το Κρεμλίνο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στέλνοντας στρατεύματα στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία για χάρη της υποστήριξης του ιδεολογικού της δόγματος.
Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία Κόφι Ανάν εξέφραε τη δυσαρέσκειά του γιατί τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν κατόρθωσαν να πετύχουν συμβιβασμό στο όνομα του τερματισμού της συριακής σφαγής. Μεταξύ άλλων κάθε θύμα της εμφύλιας σύρραξης, που διαρκεί ενάμισι χρόνο, αφαιρεί νομιμότητα και ηθικά δικαιώματα από τις πλευρές της σύγκρουσης και όλο και πιο επίμονα απαιτεί από τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συμφωνημένες ενέργειες. Άλλος δρόμος δεν μπορεί να υπάρξει