Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, |
Του π. ΓΕΩΡ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΚΑΤΑ τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα λαμβάνεται ἀπό τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. 6,1-7). Τό ὑπενθυμίζουμε:
Ἐν δέ ταῖς ἡμέραις ταύταις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν, ἐγένετο γογγυσμός τῶν Ἑλληνιστῶν (=ἑλληνοφώνων) πρός τούς Ἑβραίους, ὃτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ (κατά τήν διανομή τῶν τροφίμων και γενικά τῶν ἀναγκαίων) αἱ χῆραι αὐτῶν...Προσκαλεσάμενοι δέ οἱ δώδεκα τό πλῆθος τῶν μαθητῶν (=ὃλους τούς χριστιανούς τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας) εἶπον• οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (=να ἀσχολούμεθα μέ τήν διανομήν τῶν τροφίμων). Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἂνδρας ἐξ ὑμῶν (=ἀπό σᾶς τούς ἲδιους), μαρτυρουμένους (=μέ καλή μαρτυρία) ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ και τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καί ἢρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους (=μέ αὐτά τά λόγια συμφώνησε ὃλη ἡ κοινότητα) και ἐξελέξαντο Στέφανον, ἂνδρα πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου, καί Φίλιππον καί Πρόχορον καί Νικάνορα καί Τίμωνα καί Παρμενᾶν καί Νικόλαον προσήλυτον (πού εἶχε πρίν προσχωρήσει στόν Ἰουδαϊσμό) Ἀντιοχέα, οὓς ἒστησαν ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων καί προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τάς χεῖρας (=τούς ἐχειροτόνησαν).
Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὒξανε καί ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλήμ σφόδρα, πολύς τε ὂχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει..
Πολιτική Ἐνέργεια
Ἡ πράξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, μετά τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, εἶναι καθαρά πολιτική ἐνέργεια, ὂχι ὃπως ἐμεῖς νοοῦμε σήμερα τόν ὃρο «πολιτική», ἀλλά ὃπως ὁ Ἀριστοτέλης τήν ἒχει ὁρίσει καί τό ἐπαναλαμβάνει ὁ ἃγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός (περίπου 755 μ.Χ.). Τό πρακτικόν μέρος τῆς φιλοσοφίας, λέγει, ὁρίζει «πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι» (πῶς πρέπει να ζοῦμε) καί, ὃταν ἀναφέρεται «πόλεσι καί χώραις» ὀνομάζεται «πολιτικόν», δηλαδή «πολιτική» (τέχνη, ἐπιστήμη). Μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση καί ἡ (πρώτη) Ἐκκλησία εἰσάγει ἓνα μέτρο «πολιτικό», τήν ἀντιμετώπιση δηλαδή συγκεκριμένων ὑλικοβιοτικῶν ἀναγκῶν.
Βέβαια, ἡ ἐξέλιξη αὐτή δεν ἦταν κάτι τό ἀπρόοπτο καί ἀπροσδόκητο. Διότι ἡ Ἐκκλησία μετά τήν Πεντηκοστή καί ὃ,τι αὐτή σημαίνει γιά τήν Ἐκκλησία, εἶχε ἀρχίσει, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ζεῖ μέσα σ’ αὐτό τό (χριστιανικά νοούμενο) κοινωνικοπολιτικό πνεῦμα. Ἒτσι, στό κεφ. 2,42 ἑπ. διαβάζουμε:
Ἦσαν προσκαρτεροῦντες (=ἀφοσιωμένοι) τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ (=στό ἀδελφικό μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν), καί τῇ κλάσει τοῦ ἂρτου (=στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας) και ταῖς προσευχαῖς (=στήν λατρεία). Πάντες δέ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἃπαντα (=τά πάντα!) κοινά, και τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις (=τά ὑπάρχοντά τους) ἐπίπρασκον (πωλοῦσαν) καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι, καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε. (=ἀνάλογα μέ τις ἀνάγκες τοῦ καθενός). Καί στό 4,32 ἑπ.: ....
Τοῦ δε πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία, και οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἒλεγεν ἲδιον εἶναι (=κανείς δέν θεωροῦσε ὃτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, δηλαδή ἀπέρριπταν την ἰδιοκτησία), ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἃπαντα κοινά (κοινοκτημοσύνη). Καί τό ἀποτέλεσμα: .
Οὐδέ γάρ ἐνδεής τις (=πού νά στερεῖται τά ἀπαραίτητα) ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς• ὃσοι γάρ κτήτορες χωρίων (=χωραφιῶν) ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἒφερον τάς τιμάς τῶν πιπρασκομένων καί ἐτίθουν παρά τούς πόδας τῶν Ἀποστόλων (=κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, γιά νά μή χρωστᾶ ὁ εὐεργετούμενος εὐγνωμοσύνη σέ κάποιον). Διεδίδετο δε ἑκάστῳ καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε. (ἐπαναλαμβάνεται αὐτό πού ἐλέχθη καί στό β΄ κεφάλαιο).
Σ’ αὐτό τό κλίμα ἂρχισε να ζεῖ καί νά κινεῖται μέσα στον κόσμο ἡ Ἐκκλησία. Οἱ δυτικοί Χριστιανοί καί μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἀλλά καί οἱ δικοί μας προτεσταντίζοντες, μᾶς ἒμαθαν νά ὑποστηρίζουμε ὃτι αὐτό ἦταν ἓνα μέσο προσωρινό, λόγω καιρικῶν ἀναγκῶν, λές καί ὁ ἂνθρωπος μόνο σε μιά ἐποχή ἒχει ἀνάγκες βιοτικές. Ὁ Χριστός μας ὃμως εἷπε: τούς πτωχούς πάντοτε ἒχετε μεθ’ ἑαυτῶν. (Ιω. 12,8)! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινωνία καί σῶμα Χριστοῦ. ἐμφανίζεται νά ζεῖ καί κινεῖται ὡς κόσμος ἐν κόσμῳ., ὡς ὁλόκληρη κοινωνία, ἀγκαλιάζοντας ὃλο τό φάσμα τῆς ζωῆς καί διαφοροποιούμενη ριζικά ἀπό τήν περιβάλλουσα, ἑβραϊκή καί ρωμαϊκή, κοινωνία. Τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἀποστόλων ἐκτείνεται σ’ ὃλο τον ἂνθρωπο καί σ’ ὃλη τήν ζωή. Ἀργότερα μάλιστα στό Α΄ Κορ. 6,1, θά ἀποκρυσταλλωθεῖ ἡ πρακτική νά μή δικάζονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τούς ἐθνικούς, καταφεύγοντας στήν κρίση τῶν ἂδικων εἰδωλολατρῶν δικαστῶν καί ὂχι στήν κρίση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Και αὐτό θά ἰσχύσει καί στήν περίοδο τῆς δουλείας, ὃταν θά ἀναδυθοῦν οἱ ἲδιες συνθῆκες ζωῆς, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, φυσικά.
Ἡ διακονία τῶν «ἑπτά» και τό νόημά της
Εἷναι εὒλογο, ὃτι ἡ μέριμνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιά κάθε πιστό, ἐκτεινομένη καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, ὀνομάσθηκε ἀπ’ ἀρχῆς «διακονία».
Διότι ὃλο τό λυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι μία πολυδιάστατη διακονία. Κατά τόν εἰδικό καινοδιαθηκολόγο καθηγητή Γεώργιο Γαλίτη κατά βάσιν πρόκειται περί τῆς αὐτῆς ἐνεργείας, περί θεραπείας ἀναγκῶν ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καί ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπό τό κοινόν ὂνομα τῆς διακονίας.. Μέ τόν ὃρο τῶν Πράξεων διακονεῖν τραπέζαις νοεῖται ἡ ὃλη κοινωνική προσφορά τῆς Ἐκκλησίας. Δίπλα στά μυστήρια καί τό κήρυγμα τάχθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, πού εἶχαν τήν εὐθύνη τῆς ζωῆς ὃλου τοῦ σώματος τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας – ἡ κ α θ η μ ε ρ ι ν ή (συνεχής καί ἀδιάκοπη) διακονία τῶν τραπεζῶν, ἓνα καθαρά βιοτικο σωματικό ἒργο, πού περιέκλειε τήν κοινωνικο-πολιτική διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂλλωστε, ὁ ἱδρυτής καί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἓνωσε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο στό Πρόσωπό Του, δεν ἦταν δυνατόν νά τά ἀφήσει να χωρισθοῦν στό κοινωνικό Του σῶμα, τήν Ἐκκλησία Του.
Ἂλλωστε, ὁ Χριστός ἂφησε καί δικό Του «προηγούμενο» γι’ αὐτή τήν διευθέτηση τῶν σωματικῶν-ὑλικῶν προβλημάτων. Κατά τήν διατροφή τῶν πεντακισχιλίων (Ματθ. 14,15 ἑπ.), ὃταν οἱ Μαθηταί τοῦ εἶπαν ἀπόλυσον τούς ὂχλους, ἳνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.
Ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Οὐ χρείαν ἒχουσιν ἀπελθεῖν• δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Αὐτό ἦταν το πνευματικό πρότυπο τῶν Ἀποστόλων καί τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό, ὂχι μόνο δέν ἀρνήθηκαν καί δέν ὑποτίμησαν την διακονία τῶν τραπεζῶν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά μέ τόν θεόπνευστο καταμερισμό τῶν διακονιῶν, κράτησαν αὐτοί τό πνευματικό ποιμαντικό ἒργο και «ἐξεχώρισαν» σέ ἂλλα πρόσωπα, διακονικά τῆς Ἐκκλησίας, τό βιοτικοσωματικό ἒργο ἢ καλύτερα, μέρος τῆς καθόλου διακονίας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο: τῶν γάρ ἀναγκαίων (=καί τά δύο εἶναι-ἦσαν ἀναγκαῖα) τά ἀναγκαιότερα προτιμότερα. Σ’ αὐτήν τήν βάση στηρίχθηκε ἡ ἐνέργεια τῶν Ἀποστόλων. Αὐτό δέ πού βαρύνει, διότι εἶχε προγραμματικό χαρακτήρα, ὃπως θά δοῦμε, εἶναι ὃτι τήν διακονία τῶν «Ἑπτά» ὀργάνωσαν οἱ ἲδιοι οἱ Ἀπόστολοι, κάτι πού σημαίνει, ὃτι ἒγινε ὂχι περιστασιακό και περιπτωσιακό, ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς θεσμική διακονία.
Ἐκλογὴ
Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀναδύθηκαν στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἱ «Ἑπτά», ὃπως χαρακτηρίζονται στίς Πράξεις. Δεν ὀνομάζονται «διάκονοι» ἀπ’ ἀρχῆς (τό ὂνομα θά τούς δοθεῖ ἀργότερα), διότι ἡ ἐνεργοποίηση κάθε πνευματικοῦ χαρίσματος στό ἐκκλησιαστικό σῶμα ὀνομαζόταν διακονία, με πρῶτο διάκονο τῆς ἐκκλησίας Του τόν ἲδιο τόν Χριστό (Ματθ.20,28). Ὁ περιορισμός, ἒπειτα, τοῦ ὃρου «διάκονος» στον πρῶτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, ἐπέφερε τήν σύγχυση ὡς προς τό «λειτούργημα» τῶν «Ἑπτά». Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὃμως προσδιορίζει ἐπαρκῶς τό ἒργο τους.
«Ποῖο ἂρα ἀξίωμα εἶχαν και ποιά χειροτονία δέχθηκαν εἶναι ἀναγκαῖο νά μάθουμε –λέγει (PG 62,183). Καί καταλήγει: «Ὃθεν οὒτε διακόνων, οὒτε πρεσβυτέρων, οἶμαι, τό ὂνομα εἶναι δῆλον καί φανερόν». Δεν ἦταν, δηλαδή, ὀνομασία ἱερατικῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἦσαν ἓνα εἶδος «ἐπισκόπων» (ἐποπτῶν ὑπευθύνων) για τήν διαχείριση τῶν ὑλικοβιοτικῶν ἀναγκῶν.Αὐτήν ὃμως τήν κατανόηση τοῦ ὃρου «διάκονοι» γιά τους «Ἑπτά» ὑποστηρίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας μας ἃγιος Οἰκουμένιος Τρίκκης (10ος αἰ.): Τούς ἐκλεγέντας ὡς διακόνους, ἐχειροτόνησαν (οἱ Ἀπόστολοι) οὐ κατά τόν νῦν ταῖς ἐκκλησίαις βαθμόν. ἀλλ’ εἰς τό διανέμειν μετ’ ἀκριβείας καί ὀρφανοῖς καί χήραις τά πρός διατροφήν καί μή κατημελημένως»(=χωρίς ἐπιμέλεια). Ὁ ἃγιος Οἰκουμένιος ἁπλῶς ἐκφράζει ὃ,τι εἶχε φθάσει μέχρι τήν ἐποχή του καί ἦταν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἂλλωστε, τό πνεῦμα τῶν Πράξεων συνεχίζει τό σπουδαῖο κείμενο «Διδαχή», στίς ἀρχές τοῦ β΄ αἰῶνος (κεφ. Δ´, 8):
«Συγκοινωνήσεις (=θά μοιράζεσαι) πάντα τῷ ἀδελφῷ σου και οὐκ ἐρεῖς ἲδια εἶναι». (Πρβλ. Πράξ. 4,32). Καί ἡ χριστοκεντρική θεμελίωση:
Εἰ γάρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοί ἐστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς.. Ἡ ἒννοια αὐτοῦ τοῦ λόγου: Μοιράζεσθε τό ἂκτιστο καί ἀθάνατο, τόν Χριστό στήν Θεία Κοινωνία, καί συγκρούεσθε για τήν κατοχή καί κτήση τῶν φθαρτῶν καί θνητῶν! Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιμένουν στήν πτωτική κατάστασή τους. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691), ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ ὃρου «διάκονος» γιά τόν χαρακτηρισμό τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά», καταφάσκει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου:
«Ἡμεῖς –λέγουν οἱ Πατέρες της- τῷ ἀποστολικῷ ρητῷ τόν νοῦν ἐφαρμόσαντες τῶν Πατέρων, εὓρομεν, ὡς ὁ λόγος αὐτοῖς οὐ περί τῶν ἐν μυστηρίοις διακονουμένων ἀνδρῶν ἦν, ἀλλά περί τῆς ἐν χρείαις τῶν τραπεζῶν ὑπουργίας». (Ἂς κρατήσουμε καί τόν ὃρο «ὑπουργία», σέ συνδυασμό φυσικά μέ τούς «ὑπουργούς» τοῦ πολιτικοῦ μας βίου κατά τά νεώτερα χρόνια). Καί ἀφοῦ παραθέσουν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τό χωρίο τῶν Πράξεων και τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καταλήγουν: Ἐπί τούτοις οὖν κηρύσσομεν και ἡμεῖς, ὣστε τούς προειρημένους ἑπτά διακόνους, μή ἐπί τῶν τοῖς μυστηρίοις διακονουμένων λαμβάνεσθαι, ἀλλά τους τήν οἰκονομίαν τῆς κοινῆς χρείας τῶν τότε συνηθροισμένων ἐγχειρισθέντας τούτους ὑπάρχειν, οἱ τύπος ἡμῖν κἀν τούτῳ γεγόνασι τῆς περί τους δεομένους φιλανθρωπίας τε καί σπουδῆς..
Αὐτό τό ἒργο τῆς «φιλανθρωπίας καί σπουδῆς» ἐνδιαφέροντος, μέριμνας) εἶχε ἢδη ἀναλάβει ἡ «ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ πολιτεία», τό («βυζαντινό»–Ρωμαϊκό «Κρά τος», λειτουργώντας ὃμως καί αὐτό ἐν Χριστῷ, ὃπως καί ὁ Κλῆρος, ὡς ἡ ἂλλη ὂψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς (ὂχι ἁπλῶς ἱερατικῆς) διακονίας. Καί οἱ δύο διακονίες ἀνῆκαν στό ἓνα σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, ἒρχεται νά ἐπικυρώσει την πραγματική λειτουργία τῶν «Ἑπτά» τῶν Πράξεων, τήν κοινωνικοπολιτική δηλαδή. Δεν προσέφερε λοιπόν, μόνο πρότυπο κοινωνικῆς διαρθρώσεως ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἀλλά και ὑπόδειγμα «πολιτικῆς δεοντολογίας». Αὐτό φαίνεται ἀπό τόν τρόπο ἐνεργείας τῶν Ἀποστόλων. Δέν ὑπέδειξαν αὐτοί (δικτατορικά) τά πρόσωπα, ἀλλά ὣρισαν μόνο τά ἀναγκαῖα προσόντα τους («πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»• φορεῖς Χάριτος, ἀλλά καί γνώσεως δηλαδή).
Αὐτός εἶναι ὁ μόνος χριστιανικά-ὀρθόδοξα δεκτός τρόπος ἀναδείξεως τῶν «διακόνων» τοῦ Λαοῦ, ἡ ἐκλογή (ἢ ἡ κλήρωση, Πράξ. 1,26). Ἡ ἐκλογή ἒγινε ἀπό τόν ἲδιο τόν Λαό. Κατά τόν ἃγιο Οἰκουμένιο «τούς καί ἀπολαύειν μέλλοντας τῆς προστασίας (διακονικῆς ἡγεσίας) τῶν προχειριζο μένων, αὐτοῖς ἐπιτρέπουσι την ἐκλογήν».
Τούς «Ἑπτά» ἐξέλεξαν ἐκεῖνοι, πού θά ἐδέχοντο τήν διακονία-ὑπουργία τους. Εἶναι δέ γεγονός, ὃτι χειροτονοῦνται, ὃπως καί οἱ κληρικοί.Γιατί ὃμως; Ὃπως οἱ κληρικοί, ὡς πνευματικοί διάκονοι, ἒχουν ἀνάγκη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐπιτελέσουν τήν διακονία τους, τό ἲδιο καί οἱ πολιτικοί διάκονοι (ὑπουργοί) ἒχουν ἀνάγκη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀνταποκριθοῦν στην δική τους διακονία. Γι’ αὐτό μέχρι σήμερα γίνεται ἁγιασμός κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων».
Εἶναι ἀπόηχος τῆς παλαιᾶς χειροτονίας τους. Πρέπει δέ ἐδῶ νά διευκρινισθεῖ, ὃτι ἡ χειροτονία καί στις δύο περιπτώσεις προϋποθέτει τήν ἐσωτερική χάρη ἑνός ἑκάστου. Ἡ χειροτονία δέν ἐπενεργεῖ μαγικά καί αὐτόματα.
Γι’ αὐτό ὁ ἱ. Χρυσόστομος λέγει γιά τήν χειροτονία τοῦ «Διακόνου» Στεφάνου: «Προσθήκη χάριτος ἐγένετο»! Ἡ χειροτονία δίδει χάρη γιά τήν ἐπιτέλεση μιᾶς συγκεκριμένης διακονίας, ἡ ὁποία (χάρη) λειτουργεῖ, ἂν ὑπάρχει δεκτικότητα στήν καρδιά τοῦ χειροτονουμένου. Διαφορετικά γίνεται ὁ χειροτονούμενος «ἀχθοφόρος» τῆς χάριτος καί ὂχι «φορέας»της. Γι’ αὐτό συνήθως ἀποτυγχάνουμε οἱ γιά οἱονδήποτε σκοπόν χειροτονούμενοι.
Πολιτική διακονία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος
Ἡ ἑκκλησία ὡς σῶμα, συνεπῶς, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους ( γιά τήν σειρά αὐτή βλ.Πράξ. 15,4) διεμόρφωσε συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική διακονία, ἀναλαμβάνοντας ἡ ἲδια τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὑλικῶν προβλημάτων, γιά τήν θεραπεία τῶν ἀναγκῶν ὃλου τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος καί ὁλότητος. Ἡ ζωή δέ τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι, κατά τούς ἁγίους Πατέρες ὃλων τῶν ἐποχῶν, ἡ αὐθεντική ἒκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἢθους μέσα στήν ἱστορία καί δίνει το μέτρο καί τίς διαστάσεις τῆς χριστιανικότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὡς κοινωνίας θεώσεως, ἁγιασμοῦ δηλαδή ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς. Μιά ἀντίληψη, ὃτι ἡ ψυχή πρέπει νά τρέφεται χριστιανικά, ἀλλά το σῶμα καί οἱ ἀνάγκες του εἶναι δυνατόν νά ἀφήνονται στην διάθεση, καί ἐν πολλοῖς ἐκμετάλλευση ἀρχόντων, ἀθέων και ἀντιχρίστων ὁδηγεῖ σέ αἳρεση.
Τήν χριστιανική αὐθεντικότητα τῶν Πράξεων, ἐξ ἂλλου, ἐπικαλεῖται ὁ ἱ. Χρυσόστομος, γιά να δείξει τήν σημασία τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου. Λέγει (ὁμιλία ΙΑ΄ στίς Πράξεις):
«Οὓτω ζῶσιν νῦν οἱ ἐν τοῖς κοινοβίοις, ὣς ποτέ οἱ πιστοί (τῶν Ἱεροσολύμων)». Αὐτό εἶναι διαχρονικά τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό το «πνεῦμα» κυρίως ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ τό φρόνημα γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τίς λύσεις.
Ἡ καθιέρωση ἢδη στήν ἀποστολική ἐποχή καί τοῦ θεσμοῦ τῶν «λογειῶν», τῆς συλλογῆς δηλαδή οἰκονομικῆς βοηθείας ἐκ μέρους τῶν πιστῶν γιά την ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχοτέρων καί πενομένων ἄλλων περιοχῶν τῆς χριστιανικῆς «κοινοπολιτείας» (βλ. Γαλ. 2,10 Α´ Κορ. 16,2 ἑπ. Β´ Κορ. 9,1 ἑπ.), ἀποδεικνύει τήν διεύρυνση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς. Σημασία ὃμως ἒχει ὁ σκοπός καί αὐτοῦ τοῦ μέτρου.
Ο Ἀπ.Παῦλος διευκρινίζει, ὃτι το «περίσσευμα» τῶν μέν πρέπει νά καλύπτει τό «ὑ στέρημα» τῶν ἄλλων, καί ἀντιστρόφως,μέ σκοπό: ὃπως γένηται ἰσότης. (Β´ Κορ. 8, 13–14).
Δεν ἀναμέναμε δηλαδή κανένα Μάρξ ἢ τούς νεώτερους σοσιαλισμούς, γιά νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀνάγκη «ἰσότητος» ὂχι μόνο στά πνευματικά, ἀλλά και στά «ὑλικά καί οἰκονομικά». Καί αὐτό βέβαια, ἀδυνατοῦν τά κοινωνικά συστήματα τοῦ κόσμου νά κατανοήσουν καί να σεβαστοῦν. Καί τοῦτο, διότι καί τῶν καπιταλισμῶν καί τῶν σοσιαλισμῶν οἱ στόχοι εἶναι καθαρά ὑλικοί (ὑλιστικοί, καλύτερα). «Τρέφουν» τό σῶμα, δολοφονώντας ὃμως τήν ψυχή και τελικά ἐξουθενώνουν καί τά δύο.Ἒτσι ἐγκαινιάσθηκε ἡ πολιτική διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας ἐν Χριστῷ, ἢδη στα Ἱεροσόλυμα. Βέβαια, δέν χρειάσθηκε νά συντάξει καί νά προσφέρει κάποιο (εἰδικό) σύστημα ἡ Ἐκκλησία. Διότι αὐτό, πού ἀπαιτεῖται, γιά νά ὀργανωθεῖ ἡ ζωή μιᾶς κοινωνίας μέ αὐτό τόν τρόπο, δέν εἶναι τά νομικά κείμενα, ἀλλά ἡ παρουσία τῆς θεϊκῆς Χάριτος στήν ψυχή τῶν πιστῶν. Ἂλλωστε, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, οὒτε τήν Ἁγία Γραφή θά ἐχρειαζόμεθα, ἂν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρή καί μποροῦσε νά δεχθεῖ ἀπ’ εὐθείας τήν θεία ἀποκάλυψη, ὃπως συμβαίνει στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στούς Ἀποστόλους καί σ’ αὐτούς πού φθάνουν στήν θέωση (Πεντηκοστή) Ἁγίους (PG 57,13 ἑπ.). Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει ζωή, τήν Χριστοζωή, καί τήν δυνατότητα «ἀκολουθίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 16,24) μέ την ἐνίσχυση τῆς θείας Χάριτος. Καλεῖ, γιά νά ἐντάξει σέ ἓνα θεόσδοτο τρόπο ζωῆς, μέσα στόν ὁποῖο ὑπερβαίνονται οἱ ἀνάγκες καί λύνονται τά προβλήματα, ἀτομικά καί συλλογικά. Ὁ πιστός συνεργάζεται («συνέργεια») μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματά του.Ὁ ἀμετάθετος δέ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας (ὀφείλει νά) εἶναι ἡ μέσα σ’ αὐτό τό ὃραμα ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Ὁ «διάκονος» Στέφανος κατηγορήθηκε ὃτι ἢθελε νά ἀλλάξει «τά ἒθη» (τόν τρόπο κοινωνικῆς ὑπάρξεως), πού κατά τούς κατηγόρους του εἶχε δώσει ὁ Μωϋσῆς (Πρ. 6,14). Οἱ ἐν Χριστῷ ζῶντες ἀναμορφώνουν αὐτά τά ἒθη, ὃταν αὐτά διαφθαροῦν, ὃπως συνέβαινε τότε μέ τούς Ἑβραίους, καί ἒτσι δημιουργοῦν ἐν Χριστῷ ἒθη (χριστιανικούς νόμους, ἐν Χριστῷ παιδεία, ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἐν Χριστῷ οἰκονομικές σχέσεις καί ὃ,τι ἂλλο). Ἡ προσφερόμενη λύση, δηλαδή, εἶναι ἡ πλήρης, «ὁλοτελής» (Α´ Θεσσ.5,23), ἒνταξη μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό εἶναι για τούς Χριστιανούς (καί τους Ὀρθοδόξους) τό πρόβλημα: Ἂν ἡ λεγομένη χριστιανική κοινωνία μας εἶναι ὂντως Χριστιανική καί ὂχι θλιβερό ἐξάρτημα δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ἐξ ἂλλου, κατά πόσον οἱ φορεῖς τῆς ἱερατικῆς διακονίας εἲμεθα ἀληθινά φορεῖς καί ὂχι ἀχθοφόροι τοῦ χαρίσματος. Δέν ἀρκοῦν τά ὀνόματα (ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος), γιά νά ζεῖ καί ἐνεργεῖ κάποιος ὡς χριστιανός ὀρθόδοξος Κληρικός. Ἒτσι καί τό ὂνομα «χριστιανοί ὀρθόδοξοι» για τούς πιστούς μπορεῖ νά καλύπτει «βίον» ἀντίχριστον.
«Δεῖξόν μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἒργων σου», λέγει ὁ ἃγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος (Ἰακ. 2,18). Ὃπου ἡ ἒνταξη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἲτε τῶν Κληρικῶν, εἲτε τῶν Λαϊκῶν, δέν εἶναι πλήρης καί καθολική, πρόκειται γιά νόθο χριστιανισμό καί νόθα ἐκκλησιαστικότητα, ἂρα γιά ψεῦδος καί ἀπάτη. Δεν πρέπει, συνεπῶς, νά ἐκπλησσώμεθα, διότι δεχόμεθα κοινωνικοπολιτικά νά τελοῦμε ὑπό τον ζυγό κοσμικῶν καί ἀντιχριστιανικῶν συστημάτων, ἒχοντας ἀποξενωθεί τελείως ἀπό το «πνεῦμα» τῶν Ἀποστόλων και τῶν Πράξεων. Ἡ ἀλλαγή τοῦ 4ου αἰῶνος ἦταν ἀποφασιστικῆς σημασίας, γιά τήν συνέχιση τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Διότι τό ἐρώτημα εἶναι: Ὑπάρχει συνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ὑπάρχει συνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ἀνεπιφύλακτα ἡ ἱστορία ἀπαντᾶ, ναί! Μιλήσαμε ἢδη για τήν «Διδαχή» (ἀρχές β´ αἰ.). Ἀναφέραμε ἢδη πατερικές και συνοδικές (οἰκουμενικοῦ μάλιστα χαρακτῆρος) ἐπιβεβαιώσεις. Τό πνεῦμα τῶν Ἱεροσολύμων δέν χάθηκε ποτέ στην Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος βλέπει ὡς συνέχεια τῶν Πράξεων το κοινοβιακό μοναστήρι. Τά μοναστικά κοινόβια σ᾽ ὃλους τους αἰῶνες σώζουν τήν δομή και αὐθεντικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Μένουν πάντοτε ἡ «ὑπαρκτή ὀρθοδοξία». Κοσμογονική ἀλλαγή ἒγινε μέ τόν Μ. Κωνσταντῖνο (δ΄ αἰ.). Εἶναι τό ἀληθινό θαῦμα τῆς ἱστορίας, ὃπως ἂλλωστε καί ὁ ἲδιος ὁ πρῶτος χριστιανός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ. Ἀπό τόν δ΄ αἰ. ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία μεταβάλλεται σέ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ καινήν Πολιτείαν».
Ὂχι βέβαια μαγικά καί αὐτόματα, ἀλλά ἐκεῖ ὃπου σώζεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, σέ πρόσωπα καί δομές. Αὐτός ἦταν (εἶναι) ἂλλωστε ὁ σκοπός τῆς παρουσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Ὁ νέος Πίνδαρος τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἃγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός ( 6ος αἰ.), τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό Ματθ. 28,19 («πορευθέντες μαθητεύσατε=κάμετε μαθητές, ἐκχριστιανίσατε- πάντα τά ἒθνη») μετά την κτηθεῖσα πείρα ἀναδιατυπώνει σέ: «μαθητεύσατε ἒθνη καί βασιλέας» (κοντάκιο στούς Ἁγίους Ἀποστόλους).
Ὁλόκληρα τά ἒθνη μέ ὃλες τίς πολιτειακές δομές τους, δηλαδή. Στο πρόσωπο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου αὐτοκαταργεῖται ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὃταν ἒλεγε στους Πατέρες–Ἐπισκόπους στήν Ἀντιόχεια (τό 324): «Ὑπό τοῦ Θεοῦ καθιστάμενος ἐπίσκοπος τῶν ἐκτός ἀν ε ί η ν ». Θά μποροῦσα νά εἶμαι, ἂν τό ἐγκρίνετε, διάκονος–ὑπουργός τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, «ἀφοσιωμένος θεράπων τοῦ Θεοῦ» (Εὐσεβίου Ἱστορία, PG 20, 1172).
Αὐτά σημαίνουν την βούληση νά συνεχισθεῖ, μέ την ἀνανέωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, πού γίνεται Ρωμαίϊκη, δηλαδή ὀρθόδοξη, τουλάχιστον κατά τίς προθέσεις και τήν σταδιακή μεταμόρφωση τῶν θεσμῶν της, τὸ πνεῦμα τῶν Ἱεροσολύμων, πού ἢθελε καί τούς χριστιανούς πολιτικούς διακόνους ἐν Χριστῷ, ὑπουργούς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα καί κοινωνία, ἀνεγνώριζε καί δεχόταν τήν ὓπαρξη ΔΥΟ Πολιτειῶν και πολιτικῶν διακονιῶν: μία ἐξωτερική καί μία ἐσωτερική. Ἐξωτερική ἦταν ἡ Ρωμαϊκή Πολιτεία, τό Ρωμαϊκό Κράτος, εἰδωλολατρικό ἀκόμη καί ἀντίχριστο.
Στή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μαζί του ἰσχύουν πάντα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: ἀπόδοτε οὖν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ (Ματθ.22,21). Στόν Καίσαρα ἀνήκουν τά ἐκδιδόμενα ἀπό αὐτόν νομίσματα, ὁ ἀνθρωπος ὃμως ὡς εἰκών τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει στον Χριστό. Γι’ αὐτό γιά τούς χριστιανούς ἰσχύει πάντα ὁ ἀποστολικός λόγος: Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.(Πραξ. 5,29). Ἐξωτερικές εἶναι γιά τούς Ὀρθοδόξους καί οἱ Πολιτεῖες τῆς ἐποχῆς μας, ἒστω καί ἂν λέγονται χριστιανικές ἢ αὐτοτιτλοφοροῦνται ἀκό μη ὀρθόδοξες... Διότι ἐκ τῶν ἒργων τους ἀποδεικνύουν ὃτι οὐδεμία σχέση ἒχουν μέ τον Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του, προσδιοριζόμενες ἀπό ἀντίχριστα συστήματα καί μεθόδους.Τήν ἐσωτερική πολιτεία (πολιτική διακονία) συνέστησε ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἡ ἲδια ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα και ἐν Χριστῷ κοινωνία. Μέ αὐτήν τήν «πολιτική διακονία» ἒζησε ἡ Ρωμηοσύνη, ὡς Ἑλληνορθοδοξία, σ’ ὃλη τήν διάρκεια τῆς πολυώνυμης δουλείας, καί κυρίως στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Τό ρωμαίϊκο μιλλέτι ἒκλεινε μέσα του ὃλη τήν ζωή τοῦ Γένους/ Ἒθνους καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα, ἦταν το «περιέχον» σύμπασα τήν ζωή.
Μετά τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους (συμβατικά τό 1830) ἒγινε «περιεχόμενο», ὡς ἓνας τῶν θεσμῶν του. Ἀπό το 1830 ἒγιναν δύο μεγάλα λάθη:
α) Οἱ πολιτικοί ἂρχοντές μας θεωρήθηκαν συνέχεια τῶν «διακόνων», ἒστω καί ἂν ἦσαν (εἶναι) κατ’ ὂνομα Χριστιανοί καί στήν οὐσία ὑποτεταγμένοι στούς «προστάτες» μας ξένους (ὁ Ὂθων λ.χ. θεωρήθηκε συνέχεια τῶν «βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων) καί
β) Πιστεύσαμε ὃτι τό νέο ἑλληνικό κράτος εἶναι ἀνάσταση τῆς ρωμαίικης («βυζαντινῆς») αὐτοκρατορίας. Δεχθήκαμε, ἒτσι, πολιτικούς-διακόνους, κατά κανόνα, ξένους πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί εἰσηγητές μιᾶς πολιτικῆς, πού ἁπλούστατα μεταγγίζει καί μετακενώνει τους καρπούς τῶν δυτικοφραγγικῶν ἐξελίξεων καί τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, πού οὐδεμία σχέση ἒχουν μέ τό πνεῦμα τῶν Πράξεων.
Δέν χάθηκε ἡ ἐλπίδα
Ὃλα στήν πράξη μπορεῖ να χάθηκαν ἢ νά ἀλλοιώθηκαν μέσα στήν ἐκκοσμίκευσή μας. Δέν χάθηκε ὃμως ἡ ἐλπίδα.Ταυτόχρονα μέ τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830) καθιερώθηκε μιά Ἀκολουθία για τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων». (Σήμερα ἡ Ἀκολουθία περιορίζεται στήν «ἐγκατάσταση τῆς Δημοτικῆς ἢ Κοινοτικῆς Ἀρχῆς», ἐνῶ θὰ ἒπρεπε, ἂν ἢμεθα ὂντως Ὀρθόδοξοι, να τελεῖται σ’ ὃλες τίς βαθμίδες τῆς πολιτειακῆς Ἱεραρχίας). Ἡ Εὐχή, πάντως, πού ἀναγινώσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας και ὡς ἐπιστέγασμά της εἶναι σαφεστάτη ἒκφραση τῆς ρωμαίϊκης (ἑλληνορθόδοξης) πολιτικῆς θεωρίας:
«...Ἧκεν ἐφ’ ἡμᾶς ἡ εἰρήνη, ἧκεν ἡ ἀσφάλεια, ἐλήλυθεν ἡ εὐνομία (= μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό). Ὓψωσας(=ὁ λόγος προς τόν τριαδικό Θεό μας) γάρ ἐκλεκτούς (ἐκλεγμένους ὡς ἀρίστους) ἐκ τοῦ λαοῦ σου. Ἒδωκας πάλιν ἂρχοντας ἡμῖν, εἰς τό ἂρχειν καί κρίνειν ἀνά μέσον τοῦ λαοῦ... Σύ ἒδωκας ἡμῖν ἂρχοντας κατά τήν καρδίαν ἡμῶν (πρβλ. Ἱερ. 3,15΄ ἐμεῖς ἒχουμε τήν εὐθύνη για τό ποιόν τῶν ἀρχόντων μας. «Οἷος ὁ λαός, τοιοῦτοι καί οἱ ἂρχοντες»). Αὐτός δέ καί δός αὐτοῖς ἂρχειν μετ’ ἐπιστήμης (βλ. Πρ. 6,3: «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»), ὅτι χαλεπόν τοῦ εἰδέναι ἂρχεσθαι, χαλεπώτερόν ἐστι τό ἂρχειν ἀνθρώπων». Καί τό κύριο σημεῖο, πού διασώζει τήν παράδοση τῆς ὀρθοδόξου πολιτικῆς διακονίας, ἡ ὁποία θέλει ἂρχοντες ὂχι κοσμικοῦ τύπου, ἀλλά διακόνους καί «ὑπουργούς», δηλαδή, «ὑπηρέτες» τοῦ Λαοῦ καί ὂχι τυράννους του:
«Κατάστησον αὐτούς διακόνους εἰς τό ἀγαθόν... Διακονησάτωσαν καί οὐ διακονηθήτωσαν» (δηλαδή: να μᾶς ὑπηρετοῦν αὐτοί καί ὂχι να τούς ὑπηρετοῦμε ἐμεῖς!). Αὐτοκράτωρ (μέ κάθε σημασία) νά εἶναι ὁ Λαός. Αὐτό ὃμως μόνο σέ μία περίπτωση μπορεῖ να γίνει, ὃπως δηλώνει ἡ συνέχεια τῆς Εὐχῆς: οὐκ ἂρξουσιν οὗτοι ἐν ἡμῖν, ἀλλά Σύ (ὁ Θεός) ἂρξεις ἡμῶν δι’ αὐτῶν..... Ἂρα: Ἂν δι’ ἡμῶν τῶν κληρικῶν (διακόνων) δέν διακονεῖ ὁ Χριστός καί ἂν διά τῶν πολιτειακῶν ὑπουργῶν (ὑπηρετῶν και διακόνων) δέν «ἂρχει» ὁ Χριστός, ὁ λόγος περί Ὀρθοδοξίας καί στούς δύο χώρους εἶ- ναι χωρίς ἀντίκρυσμα.
Τώρα καταλαβαίνουμε πῶς νοεῖται ὁ λεγόμενος «χωρισμός Ἐκκλησίας - Πολιτείας».
Ὁ διοικητικός χωρισμός καί οἱ διακριτοί τῶν δύο ρόλοι ἒχουν ξασφαλισθεῖ μέ τόν Νόμο 590/1977, ὡς ἀπόρροια τοῦ Συντάγματός μας. Ὡς χωρισμό ως ἐννοοῦν πολλοί πολιτικοί μας τήν πλήρη καί τελεία ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό ὃλες τίς δομές τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
Διότι τότε οὒτε ἡ Εὐχή αὐτή θά ἀναγινώσκεται πιά, οὒτε θά ἐλέγχει τόν γενιτσαρισμό μας (σήμερα, πρός τήν Δύση καί τόν χωρίς Χριστό κόσμο).