Γέροντος Γεωργίου Καυσοκαλυβίτου - Απόσπασμα από το σύγγραμμα "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (2004)
«Ουκ οίδατε ότι οι σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν, εις δε λαμβάνει το βραβείον; ούτω τρέχετε ίνα καταλάβητε».
«Δεν ξέρετε ότι οι δρομείς στο στάδιο τρέχουν όλοι, ένας όμως παίρνει το βραβείο; Τρέχετε, λοιπόν, και εσείς έτσι ώστε να κατακτήσετε το βραβείο». (Προς Κορινθίους Α, 9, 24)
«Δεν ξέρετε ότι οι δρομείς στο στάδιο τρέχουν όλοι, ένας όμως παίρνει το βραβείο; Τρέχετε, λοιπόν, και εσείς έτσι ώστε να κατακτήσετε το βραβείο». (Προς Κορινθίους Α, 9, 24)
Από την αρχή που τον εγνώρισα η πρώτη συμβουλή που μου έδωσε ήταν, «Θόδωρε, να τρέχεις». Παραξενεύτηκα, όμως το έκανα ευχάριστα και ως λαϊκός, αλλά και ως μοναχός, όταν επήγα στο Άγιο Όρος. Όταν άρχισα να αντιμετωπίζω τις πρώτες δυσκολίες στην παραμονή μου στο Άγιο Όρος, από τις αδυναμίες μου και από το διάβολο μου αποκάλυψε μία ημέρα κάτι: «Θόδωρε, έλα κοντά μου να σου πω κάτι. Από εμένα θέλω μόνο ένα πράγμα να πάρεις, την γρηγοράδα μου! Ο διάβολος ποτέ δε θα μπορέσει να σε πιάσει. Μπροστά εσύ πίσω αυτός, μπροστά εσύ πίσω αυτός, πάντα αυτός θα έρχεται από πίσω».
Έλεγε κάποτε ο γέροντας: «Όποιος ενίκησε τη νωθρότητα μπήκε στον πνευματικό κόσμο• με τον Χριστό όμως». Ο ίδιος ο Χριστός μας δε μας λέγει στο Ευαγγέλιο, «γρηγορείτε και προσεύχεστε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν»; (Ματθ. 26,41). Προηγείται η γρηγοράδα του σώματος και μετά της ψυχής. Σώμα νωθρό δεν μπορεί να προσευχηθεί. Το Άγιο Πνεύμα έρχεται στον άνθρωπο όταν τον βρει σε μία σταθερή εγρήγορση. Ο πατήρ Πορφύριος ήταν αεικίνητος και έτσι μας ήθελε όλους. Κάποτε η αδελφή του τον έχασε στους δρόμους της Αθήνας από το βιαστικό του περπάτημα. Δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Σε όλα του ήταν γρήγορος και αθόρυβος. Πριν φύγει από τη ζωή έλεγε: «Τους τεμπέληδες ο Θεός δεν τους ελεεί. Ο γρήγορος άνθρωπος είναι όπως το τρεχούμενο νερό, καθαρό και χρήσιμο». Έλεγε ακόμη ότι «με την εργασία θεραπεύεται η ψυχή». Δηλαδή εργασιοθεραπεία, αλλά με τον Χριστό.
Από την πρώτη ώρα που πήγα στα Καυσοκαλύβια ήθελε να πηγαίνω στη θάλασσα, κάτω, απόσταση 550 μέτρων περίπου, κάθε πρωί σαν μία γυμναστική και ύστερα να ξεκινάω όλες τις δουλειές μου, αλλά μιας και πήγαινα κάτω, μου έλεγε να ρίχνω κανένα κοφίνι και αν μπορούμε να βγάζουμε κανένα ψάρι έτσι ώστε να μη δείχνουμε το σκοπό μας. Είναι και αυτό ένα από τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Δηλαδή να μην αποκαλύπτουμε τον τρόπο που εργαζόμαστε για να μην παρεξηγηθεί ως συμπεριφορά εγωιστική, αλλά ως ένας τρόπος προστατευτικός. Όταν ο Θεός είπε στον Αδάμ να εργάζεται στον παράδεισο, του έδωσε και εντολή και να τον προστατεύει. Το έχουμε παρατηρήσει και στο χώρο του αθλητισμού. Φροντίζουν μεν οι αθλητές για την εξάσκησή τους, αλλά συγχρόνως θέλουν να διατηρούν και τη μυστικότητά τους έως ότου έρθει ο κατάλληλος καιρός.
Για να είμαι όμως ειλικρινής, μερικές φορές το αμελούσα. Ήταν πλάνη. Όμως τον τελευταίο καιρό, όταν ήρθε στα Καυσοκαλύβια για να μείνει μόνιμα μέχρις ο Θεός τον καλέσει κοντά του, με είχε αναλάβει πολύ προσωπικά, όπως οι προπονητές τους αθλητές τους.
Άσκηση και Άθληση
Ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Με έβαζε να πηγαίνω και να του φέρνω κανένα ψάρι φρέσκο για το φαγητό του. Όσο περνούσε όμως ο καιρός με έστελνε συχνότερα. Κάποια μέρα μου λέει, «Πήγαινε να μου φέρεις κανένα ψάρι, αλλά γρήγορα, αλλιώς δε γίνεται τίποτα». Έφυγα τρέχοντας, έπιασα ένα σαργό μεγαλούτσικο, το χάρηκα, πηγαίνοντας το επάνω έμεινε ευχαριστημένος. Έδειξε ότι κάναμε μία καλή αρχή.
Μία άλλη μέρα με έστειλε κάτω στη θάλασσα να του μεταφέρω μία μεγάλη φιάλη με νερό που του το φέρνανε απ’ έξω, από πηγή που είχε εντοπίσει ο ίδιος με χωνευτικό νερό. Έφτασα πολύ γρήγορα. Με απορία με ρώτησε «πότε έφτασες, βρε»; Το πρόσωπό του έδειχνε ικανοποιημένο.
Πάλι μία άλλη μέρα, κουβαλώντας μία φιάλη με νερό, έφτασα κάτω από το σπίτι μας στο σημείο του δρόμου που μας είχε υποδείξει επανειλημμένα ότι υπάρχει μία ευωδία ὅμως μέχρι τότε δεν το είχαμε αισθανθεί• εκείνη τη στιγμή την αισθάνθηκα πολύ δυνατά, για λίγο. Μας είχε αποκαλύψει στο τέλος της ζωής του ότι εκεί πήρε τη μεγαλύτερη χάρη από το Θεό, ερχόμενος από κάποια εργασία. Έλεγε ότι από εκείνη τη στιγμή ετελειώθηκε ως χριστιανός και έμεινε και η ευωδία της χάριτος σε αυτό το μέρος. Ήταν τότε ηλικίας 17 ετών περίπου, μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Νικήτας. Ήταν η δεύτερη παρουσία του Αγίου Πνεύματος στο μικρό μοναχό Νικήτα, διότι την πρώτη την πήρε σε ηλικία 15 περίπου ετών, στον εξωνάρθηκα του Κυριακού της Αγίας Τριάδος από τον Ρώσο γέροντα Δημά, ηλικίας 90 ετών, πρώην αξιωματικό του Τσάρου που ασκήτευε ψηλά στη Σκήτη σε ένα ξεροκάλυβο του Τιμίου Προδρόμου.
Φτάνοντας στο κελλί, με μεγάλη χαρά πήγα να του το αναγγείλω. Τον βρήκα πολύ καταβεβλημένο. Του λέγω: «Γέροντα, είναι ανάγκη να σας μιλήσω. «Λέγε γρήγορα δεν είμαι καλά». Με άκουγε σιωπηλά κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του, σήκωσε το δάκτυλό του κι το έβαλε στο στόμα του. Ήθελε να μου πει «σιωπή». Με ένα νεύμα μου έδειξε να φύγω. Πάντα και όταν ήταν υγιής κυριαρχούσε αυτός ο τρόπος, δηλαδή της σιωπής και της ησυχίας. Ήθελε όλες τις δουλειές μας να τις κάνουμε γρήγορα και αθόρυβα. Το θεωρούσε πολύ σπουδαίο για την πρόοδό μας το να είμαστε αθόρυβοι. Μάλιστα μία φορά μας εζήτησε ένα χαλί για το κελλί του. Με φώναξε προσωπικά για να μου πει γιατί το θέλει. «Θεόδωρε, μου έχουν πει οι γιατροί ότι και το βράδυ ακόμη πρέπει να σηκώνομαι και να περπατώ έστω και λίγο μέσα στο κελλί μου. Μου κάνει καλό, για να μην είμαι πολλές ώρες ακίνητος στο κρεβάτι. Το βράδυ μήπως, όταν περπατώ, σε ενοχλώ»; Του απαντώ, «Γέροντα, όχι, δεν σας ακούω».
«Θέλω ένα μάλλινο χαλί για να περπατώ πάνω σε αυτό, για να είμαι πιο αθόρυβος, μήπως και σας ενοχλώ και ίσως να ντρέπεστε να μου πείτε». Του απαντώ πάλι, «Όχι γέροντα». «Ε! τότε καλά, ας πηγαίνεις». Μας έκανε διδασκαλία περί ησυχίας και αθόρυβης ζωής, δείχνοντας ταυτόχρονα και τη μεγάλη ευγένεια ψυχής που είχε προς όλους μας.