Αναλαμβάνοντας Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας ξεκίνησε περιοδείες με σκοπό να γνωρίσει “εκ του πλησίον” τις ανάγκες της χώρας. Έτσι στις 3 Απριλίου του 1828 έφτασε με αγγλικό πλοίο στο Καλαμάκι κι από εκεί κατευθύνθηκε στην Κόρινθο. Η πόλη ήταν έρημη, τα σπίτια γκρεμισμένα και ο ίδιος με τη συνοδεία του αναγκάστηκαν να καταλύσουν σε καλύβες. Την ίδια κατάσταση αντίκρισε και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Τα στρατιωτικά αποσπάσματα του Ιμπραήμ είχαν μεταβάλει την Πελοπόννησο σε αληθινή έρημο. Ούτε δένδρο δε συναντούσαν στο δρόμο! Ο Καποδίστριας ξεκουραζόταν συνήθως σε σκηνές ή καλύβες και καθόταν στον “οκλαδία” του, δηλαδή ένα φορητό σκαμνάκι αναδιπλούμενο.
Ηκροάτο δε μετά θαυμασίας υπομονής τους προσερχομένους, ων οι πλείστοι ήσαν ποιμένες βεβαιούντες ότι και διά μόνης της φήμης του ονόματος του Κυβερνήτου έπαυσαν αι αρπαγαί των ποιμνίων. Επειδή δε η πόλις ήτο παντέρημος και κατηδαφισμέναι αι οικίαι, και αυτός και οι περί αυτόν κατέλυσαν εν καλύβαις και σκηναίς. Την δ’ επιούσαν ανεχωρήσαμεν εις Άγιον Γεώργιον.
(…) Και αληθώς εταλαιπωρείτο, διότι αι μεν οδοί ήσαν άβατοι, τα δε χωρία κατεστραμμένα, πόλεις δε ουδαμού, και ο στενός οκλαδίας ον έφερε μεθ’ εαυτού χάριν νυκτερινής αναπαύσεως επήγνυτο εντός σκηνής ή πενιχράς καλύβης. Η ερήμωσις ενί λόγω ήτο τοιαύτη, ώστε ούτε δένδρον απηντώμεν χάριν αναψυχής. “Πολυάριθμα στρατιωτικά αποσπάσματα”, έγραφον αγανακτούντες το 1827 οι τρεις ναύαρχοι προς τον αθετήσαντα τον λόγο αυτού Ιβραΐμ “διατρέχοντα πανταχού την Πελοπόννησον ερημούσι, καταστρέφουσι, καίουσιν, εκριζούσι τα δένδρα, τας αμπέλους, πάντα τα προϊόντα της γης και φιλοτιμούνται να μεταβάλωσι την χώραν εις αληθή έρημον”. Αληθεστάτη μεν, αλλά και πάλιν ασθενής εικών της αραβικής θηριωδίας.
(…) Και αληθώς εταλαιπωρείτο, διότι αι μεν οδοί ήσαν άβατοι, τα δε χωρία κατεστραμμένα, πόλεις δε ουδαμού, και ο στενός οκλαδίας ον έφερε μεθ’ εαυτού χάριν νυκτερινής αναπαύσεως επήγνυτο εντός σκηνής ή πενιχράς καλύβης. Η ερήμωσις ενί λόγω ήτο τοιαύτη, ώστε ούτε δένδρον απηντώμεν χάριν αναψυχής. “Πολυάριθμα στρατιωτικά αποσπάσματα”, έγραφον αγανακτούντες το 1827 οι τρεις ναύαρχοι προς τον αθετήσαντα τον λόγο αυτού Ιβραΐμ “διατρέχοντα πανταχού την Πελοπόννησον ερημούσι, καταστρέφουσι, καίουσιν, εκριζούσι τα δένδρα, τας αμπέλους, πάντα τα προϊόντα της γης και φιλοτιμούνται να μεταβάλωσι την χώραν εις αληθή έρημον”. Αληθεστάτη μεν, αλλά και πάλιν ασθενής εικών της αραβικής θηριωδίας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής
Στην ίδια περιοδεία ο κόσμος νόμιζε πως Κυβερνήτης ήταν ο ταχυδρόμος διότι φορούσε “χρυσοπόρφυρο ένδυμα” και ίππευε καμαρωτό άλογο! Αυτόν λοιπόν προσκυνούσαν όλοι πέφτοντας στο έδαφος. Ο Καποδίστριας ερχόταν πιο πίσω με καμπούρικο άλογο, “ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού” και συνηθισμένα ρούχα.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν κι αυτός στη συνοδεία του Καποδίστρια, συμβούλεψε τότε τον Κυβερνήτη να φορέσει επιτέλους τη στολή του. Και τη φόρεσε ο Καποδίστριας, μόνο που η στολή του ήταν πιο φτωχική κι απ’ των δασονόμων ακόμη!
Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων,
φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιτανέων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβόντες τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον αντ’ εκείνον, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος. Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. Αλλ’ ουδέ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθ’ όσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δε λαοί ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τη φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες σφραγιζόμενοι διά του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον Θεόν, τον σώσαντα αυτούς υπό της δουλείας και της ολεθριωτέρας αναρχίας.Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε:
“Το πράγμα υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του”.
“Και τι θέλεις να κάμω;”
“Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου”.
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.
“ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ