Το μήνυμα της Επανάστασης του 1821 βρίσκει τον Αθω να δονείται από ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα. Η διάδοση της συγκλονιστικής είδησης του απαγχονισμού του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (10 Απριλίου 1821), της τραγικής εκείνης μορφής της τόσο συνδεδεμένης με το Αγιον Όρος. Η αναγγελία της Επανάστασης στο Μωριά και η μόνιμη τούρκικη τυραννία, είναι ισχυρά εναύσματα για ν ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά.
Στον πυρετό της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους, πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία.
Η Ιερά Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη Μονή Εσφιγμένου να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Ήταν πολύ εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ένα θούριο ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία τους:
Αλλά και η Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με ανυποχώρητη όμως σταθερότητα, έγραφε προς όλους τους μοναχούς:
«Να στεκώμεθα δια το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος... μάχου υπέρ Πατρίδος και Πίστεως».
Κι οι αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους αδρούς και δραστηρίους, ποτέ δε δι υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων, ποτέ δε δια δόσεως ...», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».
Επιστρατεύει έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μαστόρι τογραματζί» που εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη τάφρων.
Άλλος πάλι, ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας.
Επίσης επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.
Προσευχές διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον, Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνην, ομόνοιαν ... (οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν, Δέσποινα, ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς και πολυχρονίου αιχμαλωσίας ...».
Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο, μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. Από αυτούς οι 1.000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.
Δύο Μονές, η Εσφιγμένου και η Χιλιανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια.
Η Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, Φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμμ. Παπά, δίνεται ολόκληρη, με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.
Εντός του Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμμ. Παπά) και των Πατέρων του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρήτης) διοικητής και κριτής..., να κρίνη δηλαδή και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται». Οι μέχρι χτες ταπεινωμένοι και εξουθενωμένοι ραγιάδες ορθώνονται απέναντι του τύραννου. Ένας ποταμός από γυμνά, κάτισχνα κορμιά, με φλογερές όμως καρδιές, ξεκινά ογκούμενος από την Κουμίτσα, περνά την Ιερισσό, το Χολομώντα, τη Γαλάτιστα, τα Βασιλικά, κυνηγώντας με ορμή τους πτοημένους Τούρκους, που βρίσκουν προστασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης: «όλα τα χωρία μας ευρίσκονται εις τα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλην θαρραλεότητα και ορμήν, ώστε οπού οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκραν δειλίαν. Αναχωρούν αγεληδόν από τα χωρία των και δραπετεύουν με φόβον μεγάλον ...» Και σ' όλες τις μάχες βρίσκεται παρών ο επίσκοπος Ιερισσού Ιγνάτιος ο Αγιορείτης που «συναγωνίζεται» με τους πολεμιστές, εμψυχώνοντάς τους. Τα χωριά των τούρκων γίνονται στάχτη:«έκαψαν και πολλά χωρία των αγαρηνών οι εδικοί μας ...» (πρόκριτοι Καλαμαριάς προς Εμ. Παπά, 2 Ιουνίου 1821) και οι επαναστάτες θριαμβεύουν:«είμεθα γυμνοί καθ' όλα. Προχωρούμεν όμως, καίτοι αδύνατοι από τζιπχανέ (= εφόδια), θριαμβευτικώς ... Το στράτευμά μας, έως αυτήν την ώραν, επλησίασεν τριών ωρών μακρόθεν της Θνίκης» ( Ιω. Χ΄χρήστου προς Εμ. Παπά, 6 Ιουν.). Όλα βαίνουν καλώς: «εν ενί λόγω τρέχουν, Θεού συναιρομένου, τα πράγματα αισίως και κατά ρουν ...» ( Γεδεών μον. και Δ. Νικολάου προς Εμ. Παπά, 3 Ιουν.) Όμως όσοι συντονίζουν την Επανάσταση αρχίζουν ν' ανησυχούν: «η ορμή των Ελλήνων είναι ακράτητος ... πλην ... η έλλειψις της μπαρούτης είναι το μόνον μέσον να εμποδίση και την ορμήν ταύτην» (Εμ. Παπάς προς Σπετσιώτες, 12 Ιουν.), ενώ οι ανάγκες αυξάνουν:« ...και ο τόπος έμεινεν ενταύθα εις μεγαλωτάτην ένδειαν από τα ανγκαία, ανθρώπους, δηλονότι, μπαρούτι, βόλια κ.α., κοντά εις τα οποία ολιγοστεύει και η ζωοτροφία μας. ήδη ευρισκόμεθα εις μεγαλώτατον και προφανή κίνδυνον ...» ( Ιερά Κοινότης προς Σπετσιώτες, 14 Ιουν.).
Οι Τούρκοι κατά τις επόμενες μέρες θ' αντιληφθούν και θα πληροφορηθούν ότι πυρίτιδα υπάρχει λιγοστή στο στρατόπεδο των Ελλήνων:«μπαρούτι, το οποίον είναι πολλά σπάνιον και σχεδόν ελλειπές διόλου»(Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Έτσι οι όροι αντιστρέφονται. Οι αμυνόμενοι αρχίζουν να γίνονται οι επιτιθέμενοι: «...των ασεβών, των ελθόντων μέχρι Κομίτζης και καθ' εκάστην με μέγα θράσος και αφοβίαν εφορμούντων. Επειδή κατέκαυσαν όλα τα χωρία και μετόχια, ομού με τους καρπούς ... και τα μέγιστα απελπισθέντες (οι επαναστάτες) ήρξαντο κατά μέρος δραπετεύειν ...» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Οι υπερασπιστές, όσοι δεν πτοούνται - μοναχοί και λαϊκοί - «στέκονται αργοί, με το να μη έχουν φυσήκια» (Ιερά Κοινότης προς Παπά, 26 Ιουν.). Οι εχθροί πυρπολούν και την Ιερισσό, το τελευταίο προπύργιο της ηπειρωτικής Χαλκιδικής, πριν να εφορμήσουν στις Χερσονήσους: «...οι εχθροί μας ανεχώρησαν από Ερισόν, καίοντες διόλου το χωρίον» (πλοίαρχος Αθ. Μαργαρίτης προς Παπά, 13 Ιουλ. 1821). Οι δύο όμως Χερσόνησοι παραμένουν ελεύθερες: «Κατά το παρόν καταπολεμούμεν τους εχθρούς εκ των δύο χερσονήσων, της τε Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, ερχομένους καθ' εκάστην καθ' ημών με ωμότητα και θηριωδίαν ...» ( Παπάς προς Λ. Κουντουριώτη, 4 Αυγ.). Στα στρατόπεδα δεν είναι μόνο η έλλειψη των πυρομαχικών πιεστική, αλλά και των τροφίμων. Όμως πιο τραγικό είναι η διχόνοια που εγείρεται μεταξύ των δύο αρχηγών: του Εμ. Παπά και του Ρήγα Μάνθου. Οι δύο άντρες έρχονται σε ρήξη κατά το τέλος Ιουλίου με άγνωστη έκβαση. Αλλά και όλες μαζί οι νίκες των επαναστατών έμελλε να υπερκεραστούν από μια και μόνο ήττα, εκείνη της 15 Σεπτ., στην αμυντική γραμμή της Κασσάνδρας.
Στο μεταξύ ο τούρκικος στρατός, ανοργάνωτος και ηττοπαθής, ενισχύεται κατά την προέλασή του με νέες δυνάμεις. Κατά το τέλος Ιουλίου, παύεται ο Μπαϊράμ πασάς και τοποθετείται ο βαλής Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ (το δεύτερο όνομα του έδωσε αφορμή να μετονομασθεί, με την αλλαγή κάποιων γρμμάτων, σε Εμπού Λουμπούτ=Ροπαλοφόρος).
Η τούρκικη επέλαση είναι σαρωτική. Στις 27 Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Τούρκοι εισέρχονται στον Πολύγυρο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: διαδραματίστηκαν τέτοιες «σκηνές φρικτής ακολασίας και απανθρωπίας, που για δεκάδες χρόνια έμειναν ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων». Τρεις μέρες μετά ( 30 Οκτωβ.) διασπάται το αμυντικό τείχος της Κασσάνδρας και η χερσόνησος εκείνη παραδίνεται στις φλόγες. Οι χριστιανοί έχουν καταφύγει έντρομοι στον Άθω, στον μόνο τόπο που δεν πάτησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι. Οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και οι πολλαπλές μέριμνες της Ιεράς Κοινότητος επαυξάνουν την αγωνία της, να διαφυλάξει την ακεραιότητα του Τόπου και των 7.000 γυναικοπαίδων από τη Χαλκιδική και τα γύρω νησιά που βρίσκονται εδώ από την έναρξη της Επανάστασης. Μια επιστολή της Ιεράς Κοινότητος προς τους Υδραίους (29 Ιουνίου) διεκτραγωδεί τις δραματικές εκείνες ώρες των όσων«ανδρών, γυναικών και παιδίων υπομαζίων», που έφθασαν «έως τους πρόποδας του κυρίου και δυσβάτου Άθωνος, ζητούντες με παθητικάς φωνάς και ελεεινοτάτην κατάστασιν,άρτον ...» Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών και το σβύσιμο της χιλιόχρονης μοναχοπολιτείας επίκειται. Έτσι, με την κλιση της πλάστιγγας υπέρ των Τούρκων, αρχίζει και η στροφή των Αγιορειτών προς τη διαλλαγή. Λοιπόν πρώτα ελευθερώνεται ο ζαπίτης του Όρους, ο οποίος ετηρείτο καθ' όλο το διάστημα των επιχειρήσων, στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ζαπίτης, άνθρωπος περιοριμένης διανοητικότητας και ανίδεος της εξέλιξης των πραγμάτων συντάσσει αμέσως γράμμα, καθ' υπαγόρευση βέβαια, προς τη Μονή Εσφιγμένου (9 Νοεμβ.): να του στείλουν αμέσως δέσμιους «τον λεγόμενον Άρχοντα (τον Παπά δηλαδή) μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, τους οποίους να τους πιάσητε και να μου τους στείλετε, ομού και τον ηγούμενόν σας ...» Μια επιτροπή από δώδεκα μοναχούς στέλνεται στον Λουμπούτ (11 Δεκ.), που είχε στρατωνίσει στο χωριό Άγιος Μάμας, της επιτροπής είχε προηγηθεί 8μελής αντιπροσωπία. Η «προσκύνησις» φαίνεται να ήταν η μόνη λύση. Έχει δε το ελαφρυντικό ότι έγινε μετά τη μάχη της Κασσάνδρας και σκηνοθετήθηκε έτσι ώστε να θεωρηθούν ένοχοι μόνο ο Εμ. Παπάς, ο Νικηφόρος Ιβηρίτης και ο Ευθύμιος Εσφιγμενίτης. Ο πασάς, πιστεύοντας ότι το Όρος είναι καλά οχυρωμένο, αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια των προθέσεων της αγιορείτικης αντιπροσωπίας. Τελικά, αφού διαπίστωσε την αλήθεια, αναφώνησε: «Εύγε σας καλογέροι, οπού προφθάσατε και με προσκυνήσατε ...!»
Ο Λουμπούτ ήταν πολύ πονηρός και κέρδιζε περισσότερα με την τακτική της αλεπούς: έπρεπε πρώτα να γίνει κυρίαρχος της Χερσονήσου, κι ύστερα ήξερε ... Έτσι, σύμφωνα με περιγραφή του Δοσίθεου: «Εφαίνετο εις όλους γλυκύς, ήμερος, και όλος γεμάτος καλωσύνην. Το πρόσωπόν του έδειχνε εις τους ανθρώπους παντοίαν ευφροσύνην και χαράν, και έλεγε προς τους καλογήρους οπού τον επροσκύνησαν, ότι διόλου ας μη υποπτεύωνται, μήτε να φοβώνται και λυπούνται, καθότι τρεις ημέρας , και όχι περισσότερον, οι άνθρωποί του θέλουν σταθεί εις το Όρος ...». Οι όροι που θέτει ο Τούρκος είναι επαχθέστατοι: 3.000 πουγγιά (από το λατινικό pugio, 1 πουγγί=500 γρόσια) δηλαδή 1.500.000 γρόσια πολεμική αποζημίωση. Το τι αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό φαίνεται αν συγκριθεί με τα 12.000 γρόσια μηνιαίο ναύλο μιας γολέτας «καλά αρματωμένης με κανόνια και λοιπά λιανά άρματα, και με ναύτας στρατιώτας πεντήκοντα», να περισκοπεί τη Χερσόνησο «νύκτα τε και ημέραν». Για την ασφαλή λήψη της αποζημίωσης ο Εμίν ζητά και δέκα έγκριτους Αγιορείτες μαζί με τις συνοδίες τους, ως ομήρους στην Κωνσταντινούπολη, ενώ 100 μοναχούς, τους«μετοχιάριους» έχουν μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Επίσης ζητά να του παραδοθεί ο Εμ. Παπάς, ο οποίος κρυβόταν στο Όρος και το κρησφύγετό του γνώριζαν λίγοι. Το έργο της προδοσίας ο τούρκος αναθέτει στον Εσφιγμενίτη αρχιμ. Κύριλλο. Ο Κύριλλος συναντά τον Παπά και του αποκαλύπτει το σχέδιο του Λουμπούτ, κι έτσι οι δυό τους αναχωρούν από το Όρος με πλοίο, όμως ο ήρωας της Επανάστασης, «από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνος» πεθαίνει κατά το ταξίδι «εξ αποπληξίας».Ασφαλώς οι όροι θα ήταν σκληρότεροι αν η Ιερά Κοινότης δεν είχε τη σύνεση να ασφαλίσει τον καϊμακάμη του Όρους μαζί με τους υπαλλήλους του στη Μονή Κουτλουμουσίου, καθόλο το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων. Στο μεταξύ οι βάρβαροι ξεσπούν με εκδικητική μανία στον ανδρισμό της φυλής μας. Κάποιες φράσεις από ένα έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος (1 Μαρτίου 1822) είναι εν προκειμένω αποκαλυπτικές: οι τούρκοι οργώνουν το Όρος «ζητώντας άρματα και παιδιά ..., περπατούν εις τα κελλιά από σπίτι σε σπίτι γυρεύοντας παιδιά ...» και, γι' αυτό το λόγο, οργανώνουν «τευτήσι» (αιφνίδιες έρευνες) στα σκηνώματα του Όρους.
Ο Λουμπούτ, μετά την ανέλπιστη εκείνη νίκη και την ολοκληρωτική επικράτησή του στη Χαλκιδική προάγεται σε βεζύρη και στρατάρχη, ενώ ο σουλτάνος, με γράμμα του προς αυτόν, εκφράζει την ευαρέσκειά του, στέλνοντας του δώρο «μίαν χρυσοποίκιλτον ερραμμένην στολήν εκ μηλωτής ερμίνας, χάρμα των οφθαλμών, ως και μίαν σπάθην με αδαμαντοκόλλητον λαβήν». Για την είσπραξη της αποζημίωσης ορίζεται ως εισπράκτορας ο άρχοντας στη Θεσσαλονίκη Βασματζής Σπανδωνής, κι αργότερα ο γιος του Κωστάκης. Ο γιος δεν ήταν του ηθικού αναστήματος του πατέρα του. Το αρχικό ποσό των 3.000 πουγγιών, πριν περάσει χρόνος, βρίσκεται αυξημένο κατά 10%. Για τη γρήγορη και αποτελεσματική είσπραξη της αποζημίωσης, οι τούρκοι βασανίζουν τους όμηρους: «έδειραν όλους ανηλεώς και κατ' εξοχήν τον κυρ Σπανδωνήν .... και ευρίσκεται ημιθανής». Μέχρι αυτή τη στιγμή πέθαναν και δύο μοναχοί, από τα μαρτύρια. Τα μοναστήρια, για να μπορέσουν να ξοφλήσουν το βαρύ τίμημα, πουλούν ό,τι έχουν ή πέφτουν στα δίχτυα εβραίων και τούρκων τοκογλύφων. Η ερήμωση του Όρους και της λοιπής Χαλκιδικής είναι τραγικά και αξιοθρήνητη: «Τι παιδείαι, τι τυραννίαι είναι εις τα λοιπά μοναστήρια, δεν ημπορούμεν να σας παραστήσωμεν. Είναι σχεδόν απερίγραπτα...». Κι αλλού: «υπεμείναμεν πύργους, φυλακάς, δεσμά, άλυσες, κρεμάλες κατακέφαλα ...κανείς δεν μας ελυπήθη ...». Ο αριθμός των μοναχών από «2.980 ονόματα», τον Αύγουστο του 1821, μειώθηκε σε λίγους μήνες, κατά δύο τρίτα. Όλοι οι μοναχοί «δεν συμποσούνται ούτε εις χιλίους ...άλλοι μεν τρέφονται εκ των ψιχίων των ταγινίων (ελλ. ταγή> τουρκ. Tayin = μερίδα, σιτηρέσιο) των στρατευμάτων, και άλλοι με χόρτα μόνον ...». Είναι «μεγάλη η συμφορά και παντελής ο αφανισμός των εν αυτώ (Αγίω Όρει) ενασκούντων δυστυχισμένων πατέρων», αλλά και των μονών, οι οποίες έφθασαν «εις τέλειον γονατισμόν». Οι τούρκοι συνεχίζουν να «παιδεύουν, να τυραννούν τους ανθρώπους» και η Ιερά Κοινότης να προκαλεί το μαρτύριο: «αν είναι του βασιλέως να μας χαλάση, ας μας χαλάση μίαν ώρα πρωτύτερα ...». Σ' άλλο γράμμα της η Ιερά Κοινότης γράφει στον Εμίν: «κόπιασε μόνος εις τα μοναστήρια, και ό,τι εύρης πάρετα. Ημείς είμεθα ευχαριστημένοι να μας αφήσης με το υποκάμισο...» Ο Άθως στενάζει, χωρίς να βρίσκει διαφυγή. Από την ημέρα της συνθηκολόγησης (15 Δεκ. 1821) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Όρος 3.000 τούρκοι οπλίτες. Στη Λαύρα μόνο εγκαθίστανται 372 καθώς και 61 άλογα. Όλοι αυτοί, απάνθρωποι και υπάνθρωποι, με το γνωστό αγέρωχο ύφος του βάρβαρου νικητή, τρέφονται από τις Μονές και υπηρετούνται από τους μοναχούς καθόλο το διάστημα των 100 μηνών που μένουν εδώ.
Οι μοναχοί, όπως πληροφορεί επιστολή της 27-2-1825, «καθημερινώς σχεδόν αγγάριαις και ξύλα κουβαλούσιν εις τους ώμους». Άλλοι σκόρπισαν«ένθεν κακείθεν», άλλοι «ανηλεώς εξ αυτών εθανατώθησαν δια ποικίλων βασάνων και άλλοι κουλοί και μυσιροί έμειναν». Εδώ «ούτε γη σπείρεται, ούτε αμπελώνες καλλιεργούνται ούτε άλλο τι χρήσιμον εργόχειρον δουλεύεται». «από μεν το εν μέρος τα αδιάκοπα μηνιαία των στρατιωτών, από δε το άλλο αι καταδρομαί των κατηραμένων ληστών, οίτινες επροξένησαν τα μεγαλείτερα κακά δι' ημάς και έφερον εν ενί λόγω την παντελή ερήμωσιν του Τόπου».
Σ' άλλο γράμμα, του δικαίου της Αγίας Άννης, σημειώνεται με παραστατικότητα: «Οι εναπολειφθέντες απεκάμαμεν ...μίαν σπιθαμήν αι γλώσσαι μας έξω κρεμασμέναι ωσάν τους ψωριασμένους σκύλους. Αγγαρίαις εις 25 νεφέρια (στρατώνες) οπού δεν προφθάνομεν να τους υπηρετώμεν ... Εις τρεις μήνας μόνο λογαριαζόμεθα να εξοδεύθη λάδι μόνον έως τριακοσίας οκάδας, αφήνομεν τα λοιπά».
Το διοικητικό κέντρο του στρατεύματος βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου. Επικεφαλής είναι ο σερασκέρης Μουράτ αγάς που διορίστηκε από τον ίδιο τον Λουμπούτ. Ο Μουράτ, σκληρός και βάρβαρος, ξεσπά ακόμα και στα κτίσματα. Συχνά ηγείται των βανδάλων ομόθρησκών του που καταστρέφουν καθετί Χριστιανικό. Η μανία τους είναι ακόρεστη: «αι άγιαι εικόνες εκεντήθησαν, οι οφθαλμοί των αγίων των εν τοις τοίχοις ιστορημένων εξωρύχθησαν, τα ιερά σκεύη και κειμήλια ηρπάγησαν, μοναχοί εφονεύθησαν και άλλα δεινά απερίγραπτα συνέβησαν δακρύων άξια ...». Οι κακίες τους «δεν γράφονται όλαι καταλεπτώς. Μήτε αυτούς τους θείους ναούς αφήκαν οι ασεβείς, χωρίς να τους βεβηλώσουν και να τους μολύνουν, διαφθείροντες τας ιστορίας των (τις αγιογραφίες τους)».
Ο αγάς βέβαια αντέγραφε τον πασά, που έδινε υποσχέσεις πως θα τηρηθούν κάποιοι στοιχειώδεις όροι ανθρωπιάς προς τους ηττημένους, και όλο γινόταν πιο θηριώδης. Για τον Εμίν έγραψαν οι προϊστάμενοι της Βατοπεδίου: Μέχρι χθες «επολιτεύετο η αλωπεκή, σήμερον επαρρησιάσθη η λεοντή». Συνεχώς, χωρίς αιτία, ανατρέπει τα συμφωνημένα και αυξάνει το ποσό της αποζημίωσης. Χρησιμοποιεί την κλασική μέθοδο των βασανιστηρίων για ν' αποσπάσει το τυχόν μυστικό, που αφορά την απόκρυψη των κειμηλίων της μονής: «Την Δευτέραν στέλλει καβάσην και σηκώνει τον καθένα με ποδοκόπι (η «ποδοκάκη» των αρχαίων, λέγεται και «μποκαγιάς» και «τουμπρούκι» και «ξύλον» χοντρόν-χοντρόν». Η φυλακή, ο πύργος του Πρωτάτου, είναι γεμάτη: «Από χθες (14 Μαρτίου 1822) έβαλαν εις τον πύργον κελλιώτας και μοναστηριακούς και σήμερον ετοίμασε (ο Εμίν) ξύλα και άλλα παιδευτήρια δια αύριον». Επίσης ζητά και παίρνει το λάδι απ' όλα τα σηνώματα του Όρους «ως 50 χιλιάδες οκάδες». Επίσης μολύβι του ίδιου βάρους καθώς και τα χαλκά και αργυρά σκεύη. Αρπάζει ακόμα, κι όλη την παραγωγή των λεπτόκαρων. Και πάντοτε, με ακόρεστη πλεονεξία, αρπάζει. Έχει μεγάλη προτίμηση στο γιδίσιο κρέας: «θέλει κάθε ημέραν από ένα κατσίκι»! Από την άλλη ο Μουράτ κάποια στιγμή ζητά από τις Μονές Βατοπεδίου και Ζωγράφου 12 κατσίκια. Κι οι μοναχοί, χωρίς να εκπέσουν της αξιοπρέπειας συνιστούν: Να δώσουμε ό,τι ζητούν «κατά την δύναμή μας. Να ελπίζωμεν εις το θείον έλεος, και δεν θέλει μας αφήσει. Ας τα δίδωμεν ... έως να έλθη ο μέγας αγανακτισμός και η ποινή του αγίου Θεού εις την κεφαλήν του».
Και ο «αγανακτισμός» ήρθε. Οι δύο αξιωματούχοι κατά τα μέσα του 1824 πέφτουν στη σουλτανική δυσμένεια, δημεύεται η περιουσία τους και καταντούν ζητιάνοι .
Όλοι οι αγάδες είναι ίδιοι. Ένας αγάς, κάθε λόξα «οπού του προήρχετο από την υποχονδρίαν του, δεν ελείψαμεν να φέρωμεν ιατρόν και να τον βαστάζωμεν επί πολλάς ημέρας δια να τον περιθάλπη και να τον παρηγορή και να τον ιατρεύη με έξοδά μας ...και να τον ευχαριστούμεν με φιλοδωρίας αδράς προς ευχαρίστησίν του με όλην μας την πτωχίαν και δυστυχίαν ...»,γράφει η Σύναξη. Κι άλλος: «κακοποιεί αναιτίως και καταζημιοί αδίκως τον τυχόντα αθώον και άπταιστον μηδόλως θέλων να ηξεύρει νόμον και δικαιοσύνην ...καταχαρπαλαδίζει τον καθ' ένα μετά θυμού και οργής χωρίς νισάφι ... θέλει τον χρόνον δεκαπέντε - είκοσι πουγγεία ...πολλούς δούλους και πολλά έξοδα δια μεγαλοπρέπειάν του, οπού ημείς καθημερούσιον αποθνήσκομεν εις τας φυλακάς ...αυτός θέλει μουτπάκια(=μαγειρέματα) και τραπέζια πλουσιώτατα με δέκα και δεκαπέντε σαχάνια (=πιάτα) εις καιρόν οπού ημείς ψωμί δεν έχομεν να φάγωμεν ...».
Αλλά η αποζημίωση δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί. Η Ιερά Κοινότης με μια «αναφοράν ολοσφράγιστον» (27 Μαρτίου 1823) ζητά απ' το Πατριαρχείο να μεσιτεύσει για την έκδοση δύο φιρμανίων «του μεν προς πώλησιν των εν Μολδοβλαχία και αλλαχού κτημάτων, του δε προς αναβολήν της πληρωμής των 1.000 πουγγίων» που έπρεπε να πληρωθούν αμέσως. Λίγο πριν, η Μονή Χιλιανδαρίου, στην απόγνωσή της ενεχυριάζει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να δεχτεί τη μομφή του Σπανδωνή: «Εντροπή, πατέρες, αφήσατε τον Χριστόν να περιφέρηται εις τας χείρας των θεοκτόνων!». Και η δραματική απολογία των χτυπημένων από τις συμφορές Χιλιανδαρινών (Ιανουάριος 1823): «ψωμί δεν έχομεν, τα βάρη ανυπόφορα, έλεος από κανένα μέρος δεν γίνεται εις ημάς. Δεν έχομεν νουν εις το κεφάλι μας, εχάθημεν παντελώς, ηφανίσθημεν διόλου. Εξεγυμνώθημεν πανταχόθεν και ελπίς ουδεμία ...»!
Κι ο αριθμός των μοναχών συρρικνώνεται. Το Φεβρουάριο 1824«γενομένης ακριβούς καταγραφής των κατοίκων με γηραλαίους, σακατεμένους, κολούς, στραβούς και ζητούλους, μετά βίας ευρέθησαν ψυχαί εν τοις σώμασιν αναπνέουσαι, μόλις υπέρ τας επτακοσίας, με γυμνά και πεινασμένα σώματα και ταλαιπωρημένα», ενώ το 1826 αριθμούνται 590: στη Μονή Σιμωνόπετρας βρίσκεται ένας μοναχός. Στην Παύλου, κανένας. Συνέπεια αυτού: οι θεσμοί όλοι σχεδόν βρίσκονται αθετημένοι. Αλλά και ο αριθμός των κρατουμένων συρρικνώνεται. Επιστολή των Εσφιγμενιτών προς την Μονή Βατοπεδίου αναφέρει (Μάρτης 1823) ότι αρκετοί κρατούμενοι πέθαναν από τα δεινά, ενώ τους λοιπούς «εκόλλησε μία ασθένεια νοσωδεστάτη από την πολυκαιρίαν, και εν αυτώ ακολουθεί και θάνατος». Οι φυλακισμένοι μοναχοί στη Θεσσαλονίκη, «όντες τον αριθμόν όλοι ογδοήκοντα και δύο» πέθαναν, αφού «κάθε ημέραν τους εράβδιζεν ο τύραννος χωρίς λύπην εις τους πόδας».
Σ' όλα τα μαρτύρια των Αγιορειτών συντελούσαν και οι εβραίοι: «... τους αγώνας και τα μαρτύρια και όλας τας μηχανάς των ασεβών, τους κρεμαστήρας όλους εκείνους, τους καθ' εκάστην ραβδισμούς, τους πολλούς εμπαιγμούς, τα μύρια αναγελάσματα εξ Αγαρηνών και Ιουδαίων ...».
Όσο περνά ο καιρός, τόσο και οι συνέπειες από την εγκατάσταση των τούρκων στα σκηνώματα αυξάνουν την ερήμωση. Το μόνο πολύτιμο που έμεινε στις Μονές είναι οι μολυβένιες πλάκες στις σκεπές των ναών, τις οποίες κρατούν οι μοναχοί στις θέσεις τους με κάθε θυσία. Χαρατζής (= φοροεισπράκτορας) που στέλνεται από την Πύλη για τη λήψη του ετήσιου φόρου στάθηκε αδύνατο να συγκεντρώσει το μουκατεσά (=καθυστερημένα χρέη) που έφτανε τις 17.945 γρόσια. Έτσι υποχρεώνει τους Αγιορείτες «να δανεισθώσιν από σαράφην με διάφορον αδρόν σαραφικόν» 12.000 γρόσια, ώστε να συμπληρωθεί το ποσό. Αυτά πληροφορεί σε γράμμα του (16 Αυγούστου 1828) ο πατρ. Αγαθάγγελος.
Τέλος στις 13 Απριλίου του 1830, την Κυριακή του Θωμά, τα δεινά του Άθω παίρνουν τέλος. Ο τουρκικός στρατός αποχωρεί και σιγά σιγά θ' αρχίσει ν' αποκαθίσταται η τάξη. Την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους αρχίζει και η λειτουργία της Επιστασίας. Το τίμημα σε ζωές, κτίρια και κειμήλια ήταν αδρότατο. Όμως όλ' αυτά ωφέλησαν την Ελληνική Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο η 9χρονη καθυστέρηση πολλών Τούρκων οπλιτών μακριά από τις εστίες πολέμου στη Ν. Ελλάδα, αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση 10.000 άλλων κατά το 1821 στη Χαλκιδική. Κι όλα αυτά τα καλά οφείλονται στους Αγιορείτες, σύμφωνα και με τη φράση του θηριώδη εκείνου σερασκέρη Μουράτ, προς αυτούς: «αυτή η αποστασία έγινε από σας τους καλογήρους ...»
Οι μοναχοί, όσοι έμειναν κατά το διάστημα εκείνο στο Όρος, κυριολεκτικά «εθανατομάχησαν και υπέφεραν εν άκρα υπομονή και γενναιότητι τοσαύτας βασάνους επί δεκαετίαν εν τω ιερώ αυτώ τόπω, και με θυσίαν της ζωής των διετήρησαν τα ιερά σκηνώματα ...» όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο πατρ. Κωνστάντιος 1830). Αυτοί οι μοναχοί είναι οι πιο ηρωικοί άντρες σ'; όλη την Ιστορία του Αγίου Όρους. Οι φόροι που πλήρωνε το Όρος ετησίως έφταναν τις 20.000 γρόσια. Το ποσό αυτό κατά την περίοδο που εξετάζουμε, υπερτετραπλασιάστηκε, φτάνοντας τις 89.000 . Εκτός από την πάγια εισφορά των 200.000 γρ.
Η εξέγερση θα είχε, οπωσδήποτε, άλλη έκβαση, αν βρισκόταν ένας καλός πολέμαρχος στη Χαλκιδική του τύπου Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη. Επίσης και μεταξύ των Αγιορειτών, αν βρισκόταν ένας μοναχός με πολεμική φλόγα, αλλά και ανάλογη αγιότητα, του ύψους του Πατροκοσμά, αλλιώς θα εξελίσσονταν όλα. Γενικά οι Αγιορείτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο. Ίσως να μη συνειδητοποίησαν βαθιά πως «όλα τα ιερά μοναστήρια, η δόξα, η ησυχία, η ζωή σας, τα πάντα κρέμανται από την σωτηρίαν του Γένους..», όπως επέστελλε προς αυτούς ο Δημήτριος Υψηλάντης και συνέχιζε με την προτροπή: «και αυτούς τους χρυσούς και αργυρούς κόσμους των ιερών εικόνων πρέπει να τους μεταχειρισθείτε κατά των ασεβεστάτων εικονομάχων ... Δείξατε, λοιπόν, τον ιερόν ζήλον σας, γενναίοι στρατιώται του Χριστού ...!» Αλλά και σ' άλλη επιστολή του (12 Ιουλίου) ο γενναίος στρατηγός εκφράζει την ευχή, και το Άγιο Όρος «να αγωνισθή γενναίως και με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν, αλλά και, ει δυνατόν, δι' όλην την ελευθερίαν του γένους, από το οποίον έλαβε την ύπαρξίν του και την δόξαν του, και χωρίς τούτου δεν ημπορεί να σωθεί ...» Τα αυτά περίπου λόγια θα χρησιμοποιήσει, λίγα χρόνια μετά, και ο Δημ. Τσάμης Καρατάσσος. Υπήρξαν στην Ιστορία κρίσιμες ώρες, κατά τις οποίες η Εκκλησία χρησιμοποίησε πολύτιμα σκεύη της για το γενικό καλό. Η επιστολή του Αγίου Διονυσίου, που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο προτρέπει σε τέτοιες πράξεις.
Η παραπάνω αυστηρή κρίση δεν συμφωνεί ποσώς με το λόγο του Παπαρρηγόπουλου ότι οι μονές του Αγίου Όρους «ούτε προθυμίαν ούτε καρτερίαν ικανήν έδειξαν», διότι ο λόγος εκφράζει πρόχειρη εκτίμηση. Εξάλλου «αν τούτο ούτως είχε δεν θα ετιμωρούντο (οι Αγιορείτες) πικρώς, ως αυτός ούτος (ο Παπαρρηγόπουλος) λέγει, αλλά μάλιστα θα ημείβοντο γενναίως». Θα ήταν ουσιαστική η βοήθεια του Όρους, αν αυτό συνέτρεχε με πυρίτιδα. Όμως τέτοια δεν υπήρχε.Μαρτυρούν οι επιστολές της Ιεράς Κοινότητος προς Ύδρα, Σπέτσες, Σκόπελο, Τρίκερι και Δημήτριο Υψηλάντη με τις οποίες ζητούσε απεγνωσμένα πυρίτιδα, για να εφοδιάσει το στράτευμα. Μέχρι τη Μάλτα ζήτησε πυρίτιδα. Το Όρος προμήθευε τους πολεμιστές με ό,τι είχε. Μολύβι μόνο έστειλε με μιας 6,5 τόννους, πού οι τόννοι τα ζυμωμένα ψωμιά, τα λοιπά τρόφιμα, το κρέας, τα ενδύματα.. Δεν πρέπει όμως να λησμονιέται ότι των μοναχών έργο δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η προσευχή. Γι' αυτό και οι Υδραίοι έγραφαν (18 Ιουλίου 1821) «...Ενισχύσατε, θείοι πατέρες, τους πλησίον σας χριστιανούς. Συναγωνισθήτε οι δυνάμενοι υπέρ της ελευθερίας και της πίστεως, οι δε λοιποί παρακαλείτε τον Κύριον των δυνάμεων υπέρ των αγωνιζομένων εις τον παρόντα ιερόν πόλεμον..» «Παρακαλείτε, θείοι Πατέρες, τον Ύψιστον Θεόν, να ενισχύση το γένος των Χριστιανών δια να καταστρέψη την θαλάσσιον δύναμιν του απίστου, και τότε είσθε βέβαιοι, ότι όλον το γένος μένει ελεύθερον».
Μένει να εξετάσουμε την υποδοχή που είχαν τα ιερά κειμήλια, και οι μοναχοί που τα συνόδευαν, στην ελεύθερη Ελλάδα. Τα κειμήλια βρίσκονται ασφαλώς φυλαγμένα, μακριά από τους τούρκους, στην Ύδρα, στον Πόρο, σε άλλα νησιά, καθώς και στη Μ. του Μεγάλου Σπηλαίου. Η Βουλή, σε επανειλημμένες συνελεύσεις, εξετάζει «αν πρέπει να μετακομισθώσι και αυτοί οι φέροντες αυτά μοναχοί» και, επίσης «να διορισθώσιν οι κατά τόπους αρχηγοί και έφοροι να βάλωσιν εις πράξιν τον αυτόν διορισμόν». Στο μεταξύ οι Αγιορείτες υποβάλλουν αίτηση στη Βουλή (16 Μαρτίου 1822) να τους δοθεί ένα κτήμα που να καλλιεργούν για τις ανάγκες τους. Το αίτημα γίνεται δεκτό «με την συμφωνίαν ρητώς», μετά την απελευθέρωση, «να επιστρέφεται ο τόπος εις το Γένος». Το υποδεικνυόμενο «οθωμανικόν κτήμα ποτέ», που είχε και πύργο, έκειτο στην επαρχία Τροιζηνίας «αντικρύ της νήσου Πόρου». Η γη όλη γύρω και το αμπέλι ήταν από καιρό εγκαταλειμμένα και χέρσα. Η νέα πολυμιγής αγιορειτική αδελφότητα των 20 Μονών του Άθω, συνολικά 40 μοναχοί, είναι κάτοχος και δύο «καλών πλοίων», που της χρησιμεύουν για ψάρεμα αλλά και μεταφορές. Η συμφωνία αυτή είναι συμφέρουσα: οι πατέρες «θέλουν προσφέρει καθημερινά γονυκλισίας εις Θεόν υπέρ ενισχύσεως του φιλοχρίστου στρατού». Επίσης με την εργατικότητα, τη φιλάδελφη διάθεση και τον ανυστερόβουλο πατριωτισμό τους θα γίνονται και πρακτικώς «χρήσιμοι εις την πατρίδα». Η Μ. Εσφιγμένου, της οποίας το σύνολο σχεδόν της αδελφότητος με επικεφαλής τον Ευθύμιο μετέβη στην ελεύθερη Ελλάδα, φεύγοντας την εκδικητική μανία της τουρκιάς, πρέπει να έχει ξεχωριστό κτήμα, και τούτο «δια τας πιστάς εκδουλεύσεις της» προς το Έθνος.
Για τα κειμήλια το μινιστέριον της θρησκείας (μινίστρος ο Ανδρούσης Ιωσήφ) «έστειλεν άνθρωπον πιστόν και άξιον εις νήσον Πόρον μετά των Αγιορειτών, ...όστις κατέγραψεν όλα τα ιερά κειμήλια και σκεύη». Ο σπουδαίος και όσιος ιεράρχης ρίχνει δειλά τη γνώμη, «επειδή το έθνος έχει τώρα παρά ποτέ την μεγίστην ανάγκην και δείται χρημάτων ... και δεν υπάρχουν άλλοθεν δανεισταί, κρίνω συμφέρον και αναγκαίον και όσιον το να εξαργυρωθώσιν εκ των ιερών σκευών μερικά» «περιττά ιερά», «άχρηστα σκεύη», έναντι «εθνικών ομολογιών» που θα εκδοθούν από τη βουλή. Αποφασίζεται «να στείλει η Διοίκησις ανθρώπους γνωστούς, οι οποίοι με ακριβή κατάλογον να τα παραλάβωσι και να τα φέρωσιν εδώ (Κόρινθο) και έπειτα η Διοίκησις φροντίζει περί της ασφαλείας αυτών και του πρέποντος». Αλλά βλέπουμε, και πολύ αργότερα, να διατηρείται από τους ηρωικούς εκείνους άνδρες ο ίδιος σεβασμός προς τα ιερά αντικείμενα. Έτσι μετά την κορύφωση του Αγώνα, αυξήθηκαν οι ανάγκες και προτείνεται στο Βουλευτικό (πρόεδρος ο Βρεσθένης Θεοδώρητος) «να γένη σκέψις να βαλθώσιν εις υποθήκην και να ληφθώσι χρήματα, τα οποία να χρησιμεύσωσι δια τας κατά γην και θάλασσαν εκστρατείας του έθνους».
Στον πυρετό της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους, πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία.
Η Ιερά Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη Μονή Εσφιγμένου να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Ήταν πολύ εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ένα θούριο ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία τους:
Ναι, ω πατριώται μου, ας ορκισθώμεν
ή να νικήσωμεν ή να χαθώμεν
θάνατος ο ένδοξος ειν ίδιον ημών.
Γενναίοι οπλίται, μαζί πολεμείτε
τους τυράννους φωνείτε: σηκτίριν μπουρτά!
Ας επαναλάβωμεν κάθε φροντίδα
να ελευθερώσωμεν φίλην πατρίδα
............................................Αλλά και η Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με ανυποχώρητη όμως σταθερότητα, έγραφε προς όλους τους μοναχούς:
«Να στεκώμεθα δια το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος... μάχου υπέρ Πατρίδος και Πίστεως».
Κι οι αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους αδρούς και δραστηρίους, ποτέ δε δι υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων, ποτέ δε δια δόσεως ...», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».
Επιστρατεύει έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μαστόρι τογραματζί» που εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη τάφρων.
Άλλος πάλι, ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας.
Επίσης επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.
Προσευχές διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον, Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνην, ομόνοιαν ... (οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν, Δέσποινα, ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς και πολυχρονίου αιχμαλωσίας ...».
Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο, μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. Από αυτούς οι 1.000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.
Δύο Μονές, η Εσφιγμένου και η Χιλιανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια.
Η Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, Φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμμ. Παπά, δίνεται ολόκληρη, με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.
Εντός του Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμμ. Παπά) και των Πατέρων του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρήτης) διοικητής και κριτής..., να κρίνη δηλαδή και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται». Οι μέχρι χτες ταπεινωμένοι και εξουθενωμένοι ραγιάδες ορθώνονται απέναντι του τύραννου. Ένας ποταμός από γυμνά, κάτισχνα κορμιά, με φλογερές όμως καρδιές, ξεκινά ογκούμενος από την Κουμίτσα, περνά την Ιερισσό, το Χολομώντα, τη Γαλάτιστα, τα Βασιλικά, κυνηγώντας με ορμή τους πτοημένους Τούρκους, που βρίσκουν προστασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης: «όλα τα χωρία μας ευρίσκονται εις τα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλην θαρραλεότητα και ορμήν, ώστε οπού οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκραν δειλίαν. Αναχωρούν αγεληδόν από τα χωρία των και δραπετεύουν με φόβον μεγάλον ...» Και σ' όλες τις μάχες βρίσκεται παρών ο επίσκοπος Ιερισσού Ιγνάτιος ο Αγιορείτης που «συναγωνίζεται» με τους πολεμιστές, εμψυχώνοντάς τους. Τα χωριά των τούρκων γίνονται στάχτη:«έκαψαν και πολλά χωρία των αγαρηνών οι εδικοί μας ...» (πρόκριτοι Καλαμαριάς προς Εμ. Παπά, 2 Ιουνίου 1821) και οι επαναστάτες θριαμβεύουν:«είμεθα γυμνοί καθ' όλα. Προχωρούμεν όμως, καίτοι αδύνατοι από τζιπχανέ (= εφόδια), θριαμβευτικώς ... Το στράτευμά μας, έως αυτήν την ώραν, επλησίασεν τριών ωρών μακρόθεν της Θνίκης» ( Ιω. Χ΄χρήστου προς Εμ. Παπά, 6 Ιουν.). Όλα βαίνουν καλώς: «εν ενί λόγω τρέχουν, Θεού συναιρομένου, τα πράγματα αισίως και κατά ρουν ...» ( Γεδεών μον. και Δ. Νικολάου προς Εμ. Παπά, 3 Ιουν.) Όμως όσοι συντονίζουν την Επανάσταση αρχίζουν ν' ανησυχούν: «η ορμή των Ελλήνων είναι ακράτητος ... πλην ... η έλλειψις της μπαρούτης είναι το μόνον μέσον να εμποδίση και την ορμήν ταύτην» (Εμ. Παπάς προς Σπετσιώτες, 12 Ιουν.), ενώ οι ανάγκες αυξάνουν:« ...και ο τόπος έμεινεν ενταύθα εις μεγαλωτάτην ένδειαν από τα ανγκαία, ανθρώπους, δηλονότι, μπαρούτι, βόλια κ.α., κοντά εις τα οποία ολιγοστεύει και η ζωοτροφία μας. ήδη ευρισκόμεθα εις μεγαλώτατον και προφανή κίνδυνον ...» ( Ιερά Κοινότης προς Σπετσιώτες, 14 Ιουν.).
Οι Τούρκοι κατά τις επόμενες μέρες θ' αντιληφθούν και θα πληροφορηθούν ότι πυρίτιδα υπάρχει λιγοστή στο στρατόπεδο των Ελλήνων:«μπαρούτι, το οποίον είναι πολλά σπάνιον και σχεδόν ελλειπές διόλου»(Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Έτσι οι όροι αντιστρέφονται. Οι αμυνόμενοι αρχίζουν να γίνονται οι επιτιθέμενοι: «...των ασεβών, των ελθόντων μέχρι Κομίτζης και καθ' εκάστην με μέγα θράσος και αφοβίαν εφορμούντων. Επειδή κατέκαυσαν όλα τα χωρία και μετόχια, ομού με τους καρπούς ... και τα μέγιστα απελπισθέντες (οι επαναστάτες) ήρξαντο κατά μέρος δραπετεύειν ...» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Οι υπερασπιστές, όσοι δεν πτοούνται - μοναχοί και λαϊκοί - «στέκονται αργοί, με το να μη έχουν φυσήκια» (Ιερά Κοινότης προς Παπά, 26 Ιουν.). Οι εχθροί πυρπολούν και την Ιερισσό, το τελευταίο προπύργιο της ηπειρωτικής Χαλκιδικής, πριν να εφορμήσουν στις Χερσονήσους: «...οι εχθροί μας ανεχώρησαν από Ερισόν, καίοντες διόλου το χωρίον» (πλοίαρχος Αθ. Μαργαρίτης προς Παπά, 13 Ιουλ. 1821). Οι δύο όμως Χερσόνησοι παραμένουν ελεύθερες: «Κατά το παρόν καταπολεμούμεν τους εχθρούς εκ των δύο χερσονήσων, της τε Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, ερχομένους καθ' εκάστην καθ' ημών με ωμότητα και θηριωδίαν ...» ( Παπάς προς Λ. Κουντουριώτη, 4 Αυγ.). Στα στρατόπεδα δεν είναι μόνο η έλλειψη των πυρομαχικών πιεστική, αλλά και των τροφίμων. Όμως πιο τραγικό είναι η διχόνοια που εγείρεται μεταξύ των δύο αρχηγών: του Εμ. Παπά και του Ρήγα Μάνθου. Οι δύο άντρες έρχονται σε ρήξη κατά το τέλος Ιουλίου με άγνωστη έκβαση. Αλλά και όλες μαζί οι νίκες των επαναστατών έμελλε να υπερκεραστούν από μια και μόνο ήττα, εκείνη της 15 Σεπτ., στην αμυντική γραμμή της Κασσάνδρας.
Στο μεταξύ ο τούρκικος στρατός, ανοργάνωτος και ηττοπαθής, ενισχύεται κατά την προέλασή του με νέες δυνάμεις. Κατά το τέλος Ιουλίου, παύεται ο Μπαϊράμ πασάς και τοποθετείται ο βαλής Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ (το δεύτερο όνομα του έδωσε αφορμή να μετονομασθεί, με την αλλαγή κάποιων γρμμάτων, σε Εμπού Λουμπούτ=Ροπαλοφόρος).
Η τούρκικη επέλαση είναι σαρωτική. Στις 27 Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Τούρκοι εισέρχονται στον Πολύγυρο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: διαδραματίστηκαν τέτοιες «σκηνές φρικτής ακολασίας και απανθρωπίας, που για δεκάδες χρόνια έμειναν ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων». Τρεις μέρες μετά ( 30 Οκτωβ.) διασπάται το αμυντικό τείχος της Κασσάνδρας και η χερσόνησος εκείνη παραδίνεται στις φλόγες. Οι χριστιανοί έχουν καταφύγει έντρομοι στον Άθω, στον μόνο τόπο που δεν πάτησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι. Οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και οι πολλαπλές μέριμνες της Ιεράς Κοινότητος επαυξάνουν την αγωνία της, να διαφυλάξει την ακεραιότητα του Τόπου και των 7.000 γυναικοπαίδων από τη Χαλκιδική και τα γύρω νησιά που βρίσκονται εδώ από την έναρξη της Επανάστασης. Μια επιστολή της Ιεράς Κοινότητος προς τους Υδραίους (29 Ιουνίου) διεκτραγωδεί τις δραματικές εκείνες ώρες των όσων«ανδρών, γυναικών και παιδίων υπομαζίων», που έφθασαν «έως τους πρόποδας του κυρίου και δυσβάτου Άθωνος, ζητούντες με παθητικάς φωνάς και ελεεινοτάτην κατάστασιν,άρτον ...» Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών και το σβύσιμο της χιλιόχρονης μοναχοπολιτείας επίκειται. Έτσι, με την κλιση της πλάστιγγας υπέρ των Τούρκων, αρχίζει και η στροφή των Αγιορειτών προς τη διαλλαγή. Λοιπόν πρώτα ελευθερώνεται ο ζαπίτης του Όρους, ο οποίος ετηρείτο καθ' όλο το διάστημα των επιχειρήσων, στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ζαπίτης, άνθρωπος περιοριμένης διανοητικότητας και ανίδεος της εξέλιξης των πραγμάτων συντάσσει αμέσως γράμμα, καθ' υπαγόρευση βέβαια, προς τη Μονή Εσφιγμένου (9 Νοεμβ.): να του στείλουν αμέσως δέσμιους «τον λεγόμενον Άρχοντα (τον Παπά δηλαδή) μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, τους οποίους να τους πιάσητε και να μου τους στείλετε, ομού και τον ηγούμενόν σας ...» Μια επιτροπή από δώδεκα μοναχούς στέλνεται στον Λουμπούτ (11 Δεκ.), που είχε στρατωνίσει στο χωριό Άγιος Μάμας, της επιτροπής είχε προηγηθεί 8μελής αντιπροσωπία. Η «προσκύνησις» φαίνεται να ήταν η μόνη λύση. Έχει δε το ελαφρυντικό ότι έγινε μετά τη μάχη της Κασσάνδρας και σκηνοθετήθηκε έτσι ώστε να θεωρηθούν ένοχοι μόνο ο Εμ. Παπάς, ο Νικηφόρος Ιβηρίτης και ο Ευθύμιος Εσφιγμενίτης. Ο πασάς, πιστεύοντας ότι το Όρος είναι καλά οχυρωμένο, αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια των προθέσεων της αγιορείτικης αντιπροσωπίας. Τελικά, αφού διαπίστωσε την αλήθεια, αναφώνησε: «Εύγε σας καλογέροι, οπού προφθάσατε και με προσκυνήσατε ...!»
Ο Λουμπούτ ήταν πολύ πονηρός και κέρδιζε περισσότερα με την τακτική της αλεπούς: έπρεπε πρώτα να γίνει κυρίαρχος της Χερσονήσου, κι ύστερα ήξερε ... Έτσι, σύμφωνα με περιγραφή του Δοσίθεου: «Εφαίνετο εις όλους γλυκύς, ήμερος, και όλος γεμάτος καλωσύνην. Το πρόσωπόν του έδειχνε εις τους ανθρώπους παντοίαν ευφροσύνην και χαράν, και έλεγε προς τους καλογήρους οπού τον επροσκύνησαν, ότι διόλου ας μη υποπτεύωνται, μήτε να φοβώνται και λυπούνται, καθότι τρεις ημέρας , και όχι περισσότερον, οι άνθρωποί του θέλουν σταθεί εις το Όρος ...». Οι όροι που θέτει ο Τούρκος είναι επαχθέστατοι: 3.000 πουγγιά (από το λατινικό pugio, 1 πουγγί=500 γρόσια) δηλαδή 1.500.000 γρόσια πολεμική αποζημίωση. Το τι αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό φαίνεται αν συγκριθεί με τα 12.000 γρόσια μηνιαίο ναύλο μιας γολέτας «καλά αρματωμένης με κανόνια και λοιπά λιανά άρματα, και με ναύτας στρατιώτας πεντήκοντα», να περισκοπεί τη Χερσόνησο «νύκτα τε και ημέραν». Για την ασφαλή λήψη της αποζημίωσης ο Εμίν ζητά και δέκα έγκριτους Αγιορείτες μαζί με τις συνοδίες τους, ως ομήρους στην Κωνσταντινούπολη, ενώ 100 μοναχούς, τους«μετοχιάριους» έχουν μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Επίσης ζητά να του παραδοθεί ο Εμ. Παπάς, ο οποίος κρυβόταν στο Όρος και το κρησφύγετό του γνώριζαν λίγοι. Το έργο της προδοσίας ο τούρκος αναθέτει στον Εσφιγμενίτη αρχιμ. Κύριλλο. Ο Κύριλλος συναντά τον Παπά και του αποκαλύπτει το σχέδιο του Λουμπούτ, κι έτσι οι δυό τους αναχωρούν από το Όρος με πλοίο, όμως ο ήρωας της Επανάστασης, «από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνος» πεθαίνει κατά το ταξίδι «εξ αποπληξίας».Ασφαλώς οι όροι θα ήταν σκληρότεροι αν η Ιερά Κοινότης δεν είχε τη σύνεση να ασφαλίσει τον καϊμακάμη του Όρους μαζί με τους υπαλλήλους του στη Μονή Κουτλουμουσίου, καθόλο το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων. Στο μεταξύ οι βάρβαροι ξεσπούν με εκδικητική μανία στον ανδρισμό της φυλής μας. Κάποιες φράσεις από ένα έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος (1 Μαρτίου 1822) είναι εν προκειμένω αποκαλυπτικές: οι τούρκοι οργώνουν το Όρος «ζητώντας άρματα και παιδιά ..., περπατούν εις τα κελλιά από σπίτι σε σπίτι γυρεύοντας παιδιά ...» και, γι' αυτό το λόγο, οργανώνουν «τευτήσι» (αιφνίδιες έρευνες) στα σκηνώματα του Όρους.
Ο Λουμπούτ, μετά την ανέλπιστη εκείνη νίκη και την ολοκληρωτική επικράτησή του στη Χαλκιδική προάγεται σε βεζύρη και στρατάρχη, ενώ ο σουλτάνος, με γράμμα του προς αυτόν, εκφράζει την ευαρέσκειά του, στέλνοντας του δώρο «μίαν χρυσοποίκιλτον ερραμμένην στολήν εκ μηλωτής ερμίνας, χάρμα των οφθαλμών, ως και μίαν σπάθην με αδαμαντοκόλλητον λαβήν». Για την είσπραξη της αποζημίωσης ορίζεται ως εισπράκτορας ο άρχοντας στη Θεσσαλονίκη Βασματζής Σπανδωνής, κι αργότερα ο γιος του Κωστάκης. Ο γιος δεν ήταν του ηθικού αναστήματος του πατέρα του. Το αρχικό ποσό των 3.000 πουγγιών, πριν περάσει χρόνος, βρίσκεται αυξημένο κατά 10%. Για τη γρήγορη και αποτελεσματική είσπραξη της αποζημίωσης, οι τούρκοι βασανίζουν τους όμηρους: «έδειραν όλους ανηλεώς και κατ' εξοχήν τον κυρ Σπανδωνήν .... και ευρίσκεται ημιθανής». Μέχρι αυτή τη στιγμή πέθαναν και δύο μοναχοί, από τα μαρτύρια. Τα μοναστήρια, για να μπορέσουν να ξοφλήσουν το βαρύ τίμημα, πουλούν ό,τι έχουν ή πέφτουν στα δίχτυα εβραίων και τούρκων τοκογλύφων. Η ερήμωση του Όρους και της λοιπής Χαλκιδικής είναι τραγικά και αξιοθρήνητη: «Τι παιδείαι, τι τυραννίαι είναι εις τα λοιπά μοναστήρια, δεν ημπορούμεν να σας παραστήσωμεν. Είναι σχεδόν απερίγραπτα...». Κι αλλού: «υπεμείναμεν πύργους, φυλακάς, δεσμά, άλυσες, κρεμάλες κατακέφαλα ...κανείς δεν μας ελυπήθη ...». Ο αριθμός των μοναχών από «2.980 ονόματα», τον Αύγουστο του 1821, μειώθηκε σε λίγους μήνες, κατά δύο τρίτα. Όλοι οι μοναχοί «δεν συμποσούνται ούτε εις χιλίους ...άλλοι μεν τρέφονται εκ των ψιχίων των ταγινίων (ελλ. ταγή> τουρκ. Tayin = μερίδα, σιτηρέσιο) των στρατευμάτων, και άλλοι με χόρτα μόνον ...». Είναι «μεγάλη η συμφορά και παντελής ο αφανισμός των εν αυτώ (Αγίω Όρει) ενασκούντων δυστυχισμένων πατέρων», αλλά και των μονών, οι οποίες έφθασαν «εις τέλειον γονατισμόν». Οι τούρκοι συνεχίζουν να «παιδεύουν, να τυραννούν τους ανθρώπους» και η Ιερά Κοινότης να προκαλεί το μαρτύριο: «αν είναι του βασιλέως να μας χαλάση, ας μας χαλάση μίαν ώρα πρωτύτερα ...». Σ' άλλο γράμμα της η Ιερά Κοινότης γράφει στον Εμίν: «κόπιασε μόνος εις τα μοναστήρια, και ό,τι εύρης πάρετα. Ημείς είμεθα ευχαριστημένοι να μας αφήσης με το υποκάμισο...» Ο Άθως στενάζει, χωρίς να βρίσκει διαφυγή. Από την ημέρα της συνθηκολόγησης (15 Δεκ. 1821) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Όρος 3.000 τούρκοι οπλίτες. Στη Λαύρα μόνο εγκαθίστανται 372 καθώς και 61 άλογα. Όλοι αυτοί, απάνθρωποι και υπάνθρωποι, με το γνωστό αγέρωχο ύφος του βάρβαρου νικητή, τρέφονται από τις Μονές και υπηρετούνται από τους μοναχούς καθόλο το διάστημα των 100 μηνών που μένουν εδώ.
Οι μοναχοί, όπως πληροφορεί επιστολή της 27-2-1825, «καθημερινώς σχεδόν αγγάριαις και ξύλα κουβαλούσιν εις τους ώμους». Άλλοι σκόρπισαν«ένθεν κακείθεν», άλλοι «ανηλεώς εξ αυτών εθανατώθησαν δια ποικίλων βασάνων και άλλοι κουλοί και μυσιροί έμειναν». Εδώ «ούτε γη σπείρεται, ούτε αμπελώνες καλλιεργούνται ούτε άλλο τι χρήσιμον εργόχειρον δουλεύεται». «από μεν το εν μέρος τα αδιάκοπα μηνιαία των στρατιωτών, από δε το άλλο αι καταδρομαί των κατηραμένων ληστών, οίτινες επροξένησαν τα μεγαλείτερα κακά δι' ημάς και έφερον εν ενί λόγω την παντελή ερήμωσιν του Τόπου».
Σ' άλλο γράμμα, του δικαίου της Αγίας Άννης, σημειώνεται με παραστατικότητα: «Οι εναπολειφθέντες απεκάμαμεν ...μίαν σπιθαμήν αι γλώσσαι μας έξω κρεμασμέναι ωσάν τους ψωριασμένους σκύλους. Αγγαρίαις εις 25 νεφέρια (στρατώνες) οπού δεν προφθάνομεν να τους υπηρετώμεν ... Εις τρεις μήνας μόνο λογαριαζόμεθα να εξοδεύθη λάδι μόνον έως τριακοσίας οκάδας, αφήνομεν τα λοιπά».
Το διοικητικό κέντρο του στρατεύματος βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου. Επικεφαλής είναι ο σερασκέρης Μουράτ αγάς που διορίστηκε από τον ίδιο τον Λουμπούτ. Ο Μουράτ, σκληρός και βάρβαρος, ξεσπά ακόμα και στα κτίσματα. Συχνά ηγείται των βανδάλων ομόθρησκών του που καταστρέφουν καθετί Χριστιανικό. Η μανία τους είναι ακόρεστη: «αι άγιαι εικόνες εκεντήθησαν, οι οφθαλμοί των αγίων των εν τοις τοίχοις ιστορημένων εξωρύχθησαν, τα ιερά σκεύη και κειμήλια ηρπάγησαν, μοναχοί εφονεύθησαν και άλλα δεινά απερίγραπτα συνέβησαν δακρύων άξια ...». Οι κακίες τους «δεν γράφονται όλαι καταλεπτώς. Μήτε αυτούς τους θείους ναούς αφήκαν οι ασεβείς, χωρίς να τους βεβηλώσουν και να τους μολύνουν, διαφθείροντες τας ιστορίας των (τις αγιογραφίες τους)».
Ο αγάς βέβαια αντέγραφε τον πασά, που έδινε υποσχέσεις πως θα τηρηθούν κάποιοι στοιχειώδεις όροι ανθρωπιάς προς τους ηττημένους, και όλο γινόταν πιο θηριώδης. Για τον Εμίν έγραψαν οι προϊστάμενοι της Βατοπεδίου: Μέχρι χθες «επολιτεύετο η αλωπεκή, σήμερον επαρρησιάσθη η λεοντή». Συνεχώς, χωρίς αιτία, ανατρέπει τα συμφωνημένα και αυξάνει το ποσό της αποζημίωσης. Χρησιμοποιεί την κλασική μέθοδο των βασανιστηρίων για ν' αποσπάσει το τυχόν μυστικό, που αφορά την απόκρυψη των κειμηλίων της μονής: «Την Δευτέραν στέλλει καβάσην και σηκώνει τον καθένα με ποδοκόπι (η «ποδοκάκη» των αρχαίων, λέγεται και «μποκαγιάς» και «τουμπρούκι» και «ξύλον» χοντρόν-χοντρόν». Η φυλακή, ο πύργος του Πρωτάτου, είναι γεμάτη: «Από χθες (14 Μαρτίου 1822) έβαλαν εις τον πύργον κελλιώτας και μοναστηριακούς και σήμερον ετοίμασε (ο Εμίν) ξύλα και άλλα παιδευτήρια δια αύριον». Επίσης ζητά και παίρνει το λάδι απ' όλα τα σηνώματα του Όρους «ως 50 χιλιάδες οκάδες». Επίσης μολύβι του ίδιου βάρους καθώς και τα χαλκά και αργυρά σκεύη. Αρπάζει ακόμα, κι όλη την παραγωγή των λεπτόκαρων. Και πάντοτε, με ακόρεστη πλεονεξία, αρπάζει. Έχει μεγάλη προτίμηση στο γιδίσιο κρέας: «θέλει κάθε ημέραν από ένα κατσίκι»! Από την άλλη ο Μουράτ κάποια στιγμή ζητά από τις Μονές Βατοπεδίου και Ζωγράφου 12 κατσίκια. Κι οι μοναχοί, χωρίς να εκπέσουν της αξιοπρέπειας συνιστούν: Να δώσουμε ό,τι ζητούν «κατά την δύναμή μας. Να ελπίζωμεν εις το θείον έλεος, και δεν θέλει μας αφήσει. Ας τα δίδωμεν ... έως να έλθη ο μέγας αγανακτισμός και η ποινή του αγίου Θεού εις την κεφαλήν του».
Και ο «αγανακτισμός» ήρθε. Οι δύο αξιωματούχοι κατά τα μέσα του 1824 πέφτουν στη σουλτανική δυσμένεια, δημεύεται η περιουσία τους και καταντούν ζητιάνοι .
Όλοι οι αγάδες είναι ίδιοι. Ένας αγάς, κάθε λόξα «οπού του προήρχετο από την υποχονδρίαν του, δεν ελείψαμεν να φέρωμεν ιατρόν και να τον βαστάζωμεν επί πολλάς ημέρας δια να τον περιθάλπη και να τον παρηγορή και να τον ιατρεύη με έξοδά μας ...και να τον ευχαριστούμεν με φιλοδωρίας αδράς προς ευχαρίστησίν του με όλην μας την πτωχίαν και δυστυχίαν ...»,γράφει η Σύναξη. Κι άλλος: «κακοποιεί αναιτίως και καταζημιοί αδίκως τον τυχόντα αθώον και άπταιστον μηδόλως θέλων να ηξεύρει νόμον και δικαιοσύνην ...καταχαρπαλαδίζει τον καθ' ένα μετά θυμού και οργής χωρίς νισάφι ... θέλει τον χρόνον δεκαπέντε - είκοσι πουγγεία ...πολλούς δούλους και πολλά έξοδα δια μεγαλοπρέπειάν του, οπού ημείς καθημερούσιον αποθνήσκομεν εις τας φυλακάς ...αυτός θέλει μουτπάκια(=μαγειρέματα) και τραπέζια πλουσιώτατα με δέκα και δεκαπέντε σαχάνια (=πιάτα) εις καιρόν οπού ημείς ψωμί δεν έχομεν να φάγωμεν ...».
Αλλά η αποζημίωση δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί. Η Ιερά Κοινότης με μια «αναφοράν ολοσφράγιστον» (27 Μαρτίου 1823) ζητά απ' το Πατριαρχείο να μεσιτεύσει για την έκδοση δύο φιρμανίων «του μεν προς πώλησιν των εν Μολδοβλαχία και αλλαχού κτημάτων, του δε προς αναβολήν της πληρωμής των 1.000 πουγγίων» που έπρεπε να πληρωθούν αμέσως. Λίγο πριν, η Μονή Χιλιανδαρίου, στην απόγνωσή της ενεχυριάζει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να δεχτεί τη μομφή του Σπανδωνή: «Εντροπή, πατέρες, αφήσατε τον Χριστόν να περιφέρηται εις τας χείρας των θεοκτόνων!». Και η δραματική απολογία των χτυπημένων από τις συμφορές Χιλιανδαρινών (Ιανουάριος 1823): «ψωμί δεν έχομεν, τα βάρη ανυπόφορα, έλεος από κανένα μέρος δεν γίνεται εις ημάς. Δεν έχομεν νουν εις το κεφάλι μας, εχάθημεν παντελώς, ηφανίσθημεν διόλου. Εξεγυμνώθημεν πανταχόθεν και ελπίς ουδεμία ...»!
Κι ο αριθμός των μοναχών συρρικνώνεται. Το Φεβρουάριο 1824«γενομένης ακριβούς καταγραφής των κατοίκων με γηραλαίους, σακατεμένους, κολούς, στραβούς και ζητούλους, μετά βίας ευρέθησαν ψυχαί εν τοις σώμασιν αναπνέουσαι, μόλις υπέρ τας επτακοσίας, με γυμνά και πεινασμένα σώματα και ταλαιπωρημένα», ενώ το 1826 αριθμούνται 590: στη Μονή Σιμωνόπετρας βρίσκεται ένας μοναχός. Στην Παύλου, κανένας. Συνέπεια αυτού: οι θεσμοί όλοι σχεδόν βρίσκονται αθετημένοι. Αλλά και ο αριθμός των κρατουμένων συρρικνώνεται. Επιστολή των Εσφιγμενιτών προς την Μονή Βατοπεδίου αναφέρει (Μάρτης 1823) ότι αρκετοί κρατούμενοι πέθαναν από τα δεινά, ενώ τους λοιπούς «εκόλλησε μία ασθένεια νοσωδεστάτη από την πολυκαιρίαν, και εν αυτώ ακολουθεί και θάνατος». Οι φυλακισμένοι μοναχοί στη Θεσσαλονίκη, «όντες τον αριθμόν όλοι ογδοήκοντα και δύο» πέθαναν, αφού «κάθε ημέραν τους εράβδιζεν ο τύραννος χωρίς λύπην εις τους πόδας».
Σ' όλα τα μαρτύρια των Αγιορειτών συντελούσαν και οι εβραίοι: «... τους αγώνας και τα μαρτύρια και όλας τας μηχανάς των ασεβών, τους κρεμαστήρας όλους εκείνους, τους καθ' εκάστην ραβδισμούς, τους πολλούς εμπαιγμούς, τα μύρια αναγελάσματα εξ Αγαρηνών και Ιουδαίων ...».
Όσο περνά ο καιρός, τόσο και οι συνέπειες από την εγκατάσταση των τούρκων στα σκηνώματα αυξάνουν την ερήμωση. Το μόνο πολύτιμο που έμεινε στις Μονές είναι οι μολυβένιες πλάκες στις σκεπές των ναών, τις οποίες κρατούν οι μοναχοί στις θέσεις τους με κάθε θυσία. Χαρατζής (= φοροεισπράκτορας) που στέλνεται από την Πύλη για τη λήψη του ετήσιου φόρου στάθηκε αδύνατο να συγκεντρώσει το μουκατεσά (=καθυστερημένα χρέη) που έφτανε τις 17.945 γρόσια. Έτσι υποχρεώνει τους Αγιορείτες «να δανεισθώσιν από σαράφην με διάφορον αδρόν σαραφικόν» 12.000 γρόσια, ώστε να συμπληρωθεί το ποσό. Αυτά πληροφορεί σε γράμμα του (16 Αυγούστου 1828) ο πατρ. Αγαθάγγελος.
Τέλος στις 13 Απριλίου του 1830, την Κυριακή του Θωμά, τα δεινά του Άθω παίρνουν τέλος. Ο τουρκικός στρατός αποχωρεί και σιγά σιγά θ' αρχίσει ν' αποκαθίσταται η τάξη. Την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους αρχίζει και η λειτουργία της Επιστασίας. Το τίμημα σε ζωές, κτίρια και κειμήλια ήταν αδρότατο. Όμως όλ' αυτά ωφέλησαν την Ελληνική Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο η 9χρονη καθυστέρηση πολλών Τούρκων οπλιτών μακριά από τις εστίες πολέμου στη Ν. Ελλάδα, αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση 10.000 άλλων κατά το 1821 στη Χαλκιδική. Κι όλα αυτά τα καλά οφείλονται στους Αγιορείτες, σύμφωνα και με τη φράση του θηριώδη εκείνου σερασκέρη Μουράτ, προς αυτούς: «αυτή η αποστασία έγινε από σας τους καλογήρους ...»
Οι μοναχοί, όσοι έμειναν κατά το διάστημα εκείνο στο Όρος, κυριολεκτικά «εθανατομάχησαν και υπέφεραν εν άκρα υπομονή και γενναιότητι τοσαύτας βασάνους επί δεκαετίαν εν τω ιερώ αυτώ τόπω, και με θυσίαν της ζωής των διετήρησαν τα ιερά σκηνώματα ...» όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο πατρ. Κωνστάντιος 1830). Αυτοί οι μοναχοί είναι οι πιο ηρωικοί άντρες σ'; όλη την Ιστορία του Αγίου Όρους. Οι φόροι που πλήρωνε το Όρος ετησίως έφταναν τις 20.000 γρόσια. Το ποσό αυτό κατά την περίοδο που εξετάζουμε, υπερτετραπλασιάστηκε, φτάνοντας τις 89.000 . Εκτός από την πάγια εισφορά των 200.000 γρ.
Η εξέγερση θα είχε, οπωσδήποτε, άλλη έκβαση, αν βρισκόταν ένας καλός πολέμαρχος στη Χαλκιδική του τύπου Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη. Επίσης και μεταξύ των Αγιορειτών, αν βρισκόταν ένας μοναχός με πολεμική φλόγα, αλλά και ανάλογη αγιότητα, του ύψους του Πατροκοσμά, αλλιώς θα εξελίσσονταν όλα. Γενικά οι Αγιορείτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο. Ίσως να μη συνειδητοποίησαν βαθιά πως «όλα τα ιερά μοναστήρια, η δόξα, η ησυχία, η ζωή σας, τα πάντα κρέμανται από την σωτηρίαν του Γένους..», όπως επέστελλε προς αυτούς ο Δημήτριος Υψηλάντης και συνέχιζε με την προτροπή: «και αυτούς τους χρυσούς και αργυρούς κόσμους των ιερών εικόνων πρέπει να τους μεταχειρισθείτε κατά των ασεβεστάτων εικονομάχων ... Δείξατε, λοιπόν, τον ιερόν ζήλον σας, γενναίοι στρατιώται του Χριστού ...!» Αλλά και σ' άλλη επιστολή του (12 Ιουλίου) ο γενναίος στρατηγός εκφράζει την ευχή, και το Άγιο Όρος «να αγωνισθή γενναίως και με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν, αλλά και, ει δυνατόν, δι' όλην την ελευθερίαν του γένους, από το οποίον έλαβε την ύπαρξίν του και την δόξαν του, και χωρίς τούτου δεν ημπορεί να σωθεί ...» Τα αυτά περίπου λόγια θα χρησιμοποιήσει, λίγα χρόνια μετά, και ο Δημ. Τσάμης Καρατάσσος. Υπήρξαν στην Ιστορία κρίσιμες ώρες, κατά τις οποίες η Εκκλησία χρησιμοποίησε πολύτιμα σκεύη της για το γενικό καλό. Η επιστολή του Αγίου Διονυσίου, που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο προτρέπει σε τέτοιες πράξεις.
Η παραπάνω αυστηρή κρίση δεν συμφωνεί ποσώς με το λόγο του Παπαρρηγόπουλου ότι οι μονές του Αγίου Όρους «ούτε προθυμίαν ούτε καρτερίαν ικανήν έδειξαν», διότι ο λόγος εκφράζει πρόχειρη εκτίμηση. Εξάλλου «αν τούτο ούτως είχε δεν θα ετιμωρούντο (οι Αγιορείτες) πικρώς, ως αυτός ούτος (ο Παπαρρηγόπουλος) λέγει, αλλά μάλιστα θα ημείβοντο γενναίως». Θα ήταν ουσιαστική η βοήθεια του Όρους, αν αυτό συνέτρεχε με πυρίτιδα. Όμως τέτοια δεν υπήρχε.Μαρτυρούν οι επιστολές της Ιεράς Κοινότητος προς Ύδρα, Σπέτσες, Σκόπελο, Τρίκερι και Δημήτριο Υψηλάντη με τις οποίες ζητούσε απεγνωσμένα πυρίτιδα, για να εφοδιάσει το στράτευμα. Μέχρι τη Μάλτα ζήτησε πυρίτιδα. Το Όρος προμήθευε τους πολεμιστές με ό,τι είχε. Μολύβι μόνο έστειλε με μιας 6,5 τόννους, πού οι τόννοι τα ζυμωμένα ψωμιά, τα λοιπά τρόφιμα, το κρέας, τα ενδύματα.. Δεν πρέπει όμως να λησμονιέται ότι των μοναχών έργο δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η προσευχή. Γι' αυτό και οι Υδραίοι έγραφαν (18 Ιουλίου 1821) «...Ενισχύσατε, θείοι πατέρες, τους πλησίον σας χριστιανούς. Συναγωνισθήτε οι δυνάμενοι υπέρ της ελευθερίας και της πίστεως, οι δε λοιποί παρακαλείτε τον Κύριον των δυνάμεων υπέρ των αγωνιζομένων εις τον παρόντα ιερόν πόλεμον..» «Παρακαλείτε, θείοι Πατέρες, τον Ύψιστον Θεόν, να ενισχύση το γένος των Χριστιανών δια να καταστρέψη την θαλάσσιον δύναμιν του απίστου, και τότε είσθε βέβαιοι, ότι όλον το γένος μένει ελεύθερον».
Μένει να εξετάσουμε την υποδοχή που είχαν τα ιερά κειμήλια, και οι μοναχοί που τα συνόδευαν, στην ελεύθερη Ελλάδα. Τα κειμήλια βρίσκονται ασφαλώς φυλαγμένα, μακριά από τους τούρκους, στην Ύδρα, στον Πόρο, σε άλλα νησιά, καθώς και στη Μ. του Μεγάλου Σπηλαίου. Η Βουλή, σε επανειλημμένες συνελεύσεις, εξετάζει «αν πρέπει να μετακομισθώσι και αυτοί οι φέροντες αυτά μοναχοί» και, επίσης «να διορισθώσιν οι κατά τόπους αρχηγοί και έφοροι να βάλωσιν εις πράξιν τον αυτόν διορισμόν». Στο μεταξύ οι Αγιορείτες υποβάλλουν αίτηση στη Βουλή (16 Μαρτίου 1822) να τους δοθεί ένα κτήμα που να καλλιεργούν για τις ανάγκες τους. Το αίτημα γίνεται δεκτό «με την συμφωνίαν ρητώς», μετά την απελευθέρωση, «να επιστρέφεται ο τόπος εις το Γένος». Το υποδεικνυόμενο «οθωμανικόν κτήμα ποτέ», που είχε και πύργο, έκειτο στην επαρχία Τροιζηνίας «αντικρύ της νήσου Πόρου». Η γη όλη γύρω και το αμπέλι ήταν από καιρό εγκαταλειμμένα και χέρσα. Η νέα πολυμιγής αγιορειτική αδελφότητα των 20 Μονών του Άθω, συνολικά 40 μοναχοί, είναι κάτοχος και δύο «καλών πλοίων», που της χρησιμεύουν για ψάρεμα αλλά και μεταφορές. Η συμφωνία αυτή είναι συμφέρουσα: οι πατέρες «θέλουν προσφέρει καθημερινά γονυκλισίας εις Θεόν υπέρ ενισχύσεως του φιλοχρίστου στρατού». Επίσης με την εργατικότητα, τη φιλάδελφη διάθεση και τον ανυστερόβουλο πατριωτισμό τους θα γίνονται και πρακτικώς «χρήσιμοι εις την πατρίδα». Η Μ. Εσφιγμένου, της οποίας το σύνολο σχεδόν της αδελφότητος με επικεφαλής τον Ευθύμιο μετέβη στην ελεύθερη Ελλάδα, φεύγοντας την εκδικητική μανία της τουρκιάς, πρέπει να έχει ξεχωριστό κτήμα, και τούτο «δια τας πιστάς εκδουλεύσεις της» προς το Έθνος.
Για τα κειμήλια το μινιστέριον της θρησκείας (μινίστρος ο Ανδρούσης Ιωσήφ) «έστειλεν άνθρωπον πιστόν και άξιον εις νήσον Πόρον μετά των Αγιορειτών, ...όστις κατέγραψεν όλα τα ιερά κειμήλια και σκεύη». Ο σπουδαίος και όσιος ιεράρχης ρίχνει δειλά τη γνώμη, «επειδή το έθνος έχει τώρα παρά ποτέ την μεγίστην ανάγκην και δείται χρημάτων ... και δεν υπάρχουν άλλοθεν δανεισταί, κρίνω συμφέρον και αναγκαίον και όσιον το να εξαργυρωθώσιν εκ των ιερών σκευών μερικά» «περιττά ιερά», «άχρηστα σκεύη», έναντι «εθνικών ομολογιών» που θα εκδοθούν από τη βουλή. Αποφασίζεται «να στείλει η Διοίκησις ανθρώπους γνωστούς, οι οποίοι με ακριβή κατάλογον να τα παραλάβωσι και να τα φέρωσιν εδώ (Κόρινθο) και έπειτα η Διοίκησις φροντίζει περί της ασφαλείας αυτών και του πρέποντος». Αλλά βλέπουμε, και πολύ αργότερα, να διατηρείται από τους ηρωικούς εκείνους άνδρες ο ίδιος σεβασμός προς τα ιερά αντικείμενα. Έτσι μετά την κορύφωση του Αγώνα, αυξήθηκαν οι ανάγκες και προτείνεται στο Βουλευτικό (πρόεδρος ο Βρεσθένης Θεοδώρητος) «να γένη σκέψις να βαλθώσιν εις υποθήκην και να ληφθώσι χρήματα, τα οποία να χρησιμεύσωσι δια τας κατά γην και θάλασσαν εκστρατείας του έθνους».