Απόσπασμα από: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, Ἀθῆναι 1987
Ὁ
μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε
στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς
καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ
Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν
μεγάλωσε ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ
στάδιο, καὶ ἡ ἀνδρεία του ἡ μεγάλη καὶ
ἡ σπάνια σύνεσή του τὸν ἀνέβασαν
γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ
ἀξιώματα. Κι ὁ βασιλιάς, ἐκτιμώντας
τὴν ἀνδρεία, τὴ φρόνηση καὶ τὴ
στρατηγικὴν ἱκανότητά του, τὸν διόρισε
στρατηγὸ ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς
Θεσσαλίας, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε κ' ἡ
Θεσσαλονίκη. Ὅμως ὁ στρατηγὸς Δημήτριος
ἤτανε χριστιανός, κι ὁ βασιλιὰς
εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν γυρνώντας ὁ
Μαξιμιανὸς ἀπ' τοὺς πολέμους στὴν
Θράκη καὶ τὴν Ἀσία, πέρασε κι ἀπ' τὴ
Θεσσαλονίκη, οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ
ἒβλεπαν πόσους εἰδωλολάτρες κάθε μέρα
ἔκαμνε χριστιανοὺς ὁ ἄρχοντας
Δημήτριος, πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ
τοῦ εἶπαν, πὼς ὁ στρατηγὸς του ἄρχισε
νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ βλασφημεῖ τὰ
εἴδωλα καὶ νὰ κηρύχνει κρυφὰ καὶ
φανερὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, Ὁ
αὐτοκράτωρ κάλεσε τὸ Δημήτριο ἀνήσυχος.
Εἶδε τότε, πὼς ὅλὰ ὅσὰ τοῦ εἶπαν
εἶναι ἀλήθεια.
Γιατί μ' ὅσα κι ἂν ἔταξε
στὸ Δημήτριο, ἐκεῖνος ἔμενε σταθερὸς
στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐλπίζοντας,
πὼς θ' ἀλλάξει γνώμη καὶ πίστη, διέταξε
νὰ τὸν κλείσουν σὲ μιὰ φοβερὴ καὶ
βρωμερὴ φυλακή, σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὑγροὺς
καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων
λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Κ' ὕστερα,
ὁ βασιλιάς, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς
ἐποχῆς, διέταξε νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ
ἀγῶνες στὸ στάδιο. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα
στοὺς ἀθλητάς, ξεχώριζε ἕνας γίγαντας,
ὀνομαζόμενος Λυαῖος, ποὺ τὸν ἔσερνε
κοντά του πάντοτε ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν
εἶχε γιὰ καμάρι γιατί μὲ ὅσους πάλεψε
ὅλους τοὺς εἶχε νικήσει. Αὐτὸς ὁ
γιγαντόσωμος καὶ χεροδύναμος εἰδωλολάτρης
ξέσκιζε τὶς σάρκες τῶν παλαιστῶν σὰ
νά 'τανε ἀρνάκια. Τὸν εἶχαν φοβηθεῖ
οἱ πάντες καὶ δὲν ἔβγαινε κανεὶς νὰ
τὰ βάλει μαζί του. Τότε κεῖνος ἄρχισε
νὰ περπατεῖ φανταχτερὰ καὶ νὰ προκαλεῖ
τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἔλεγαν πὼς
«παίρνουν δύναμη ἀπ' τὸ θεό τους», νὰ
παλέψουν μαζί του. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα
γενναῖο παλληκαρόπουλο, με χριστιανικὴ
καρδιὰ καὶ πίστη, τρέχει στὸ κελλὶ
τῆς φυλακῆς τοῦ Δημητρίου. Τοῦ λέγει
πὼς ὁ Λυαῖος σκοτώνει ἀνθρώπους στὸ
στάδιο, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν
εὐλογήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ
νὰ τὸν δυναμώσει στὴν πάλη του μὲ τὸ
θεριόψυχο Λυαῖο. Ὁ Δημήτριος σφράγισε
μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο
τοῦ νεαροῦ Νέστορος καὶ τοῦ λέγει:
«Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ
Χριστοῦ μαρτυρήσεις!» Ἡ προφητικὴ
αὐτὴ φράση τοῦ Ἁγίου ἐπαλήθευσε
γρήγορα καὶ ἀπόλυτα. Πῆγε ὁ Νέστωρ
στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε, πὼς
θέλει νὰ παλέψει μὲ τὸν πανύψηλο Λυαῖο.
Οἱ εἰδωλολάτραι τὸν κοίταξαν μὲ μιὰ
εἰρωνεία περιφρονητική. Οἱ χριστιανοὶ
ἔκαναν ἀπὸ μέσα τοὺς θερμὴ προσευχὴ
στὸ Θεό, νὰ δυναμώσει τὸν καινούργιο
Δαβίδ, γιὰ νὰ νικήσει τὸ νέο σκληροτράχηλο
Γολιάθ. Ρίχνει τὸ φτωχικὸ μανδύα του
ὁ Νέστωρ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν οὐρανό:
«Ὁ Θεὸς Δημητρίου, βοήθει μοι!» Ὅρμησε
τότε μὲ θάρρος πάνω στὸ γίγαντα. Γιὰ
λίγο, οἱ ἀναπνοὲς τῶν θεατῶν σταμάτησαν.
Κ' ὕστερα εἶδαν ὅλοι τὸν ἀνίκητον ὥς
τώρα Λυαῖο, νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα
στὸ στάδιο. Οἱ εἰδωλολάτραι, κυριολεκτικὰ
ἐφρύαξαν. Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους, ὁ
Μαξιμιανός. Δίνει ἐντολὴ τότε, νὰ
βγάλουν τὸ Νέστορα ἔξω ἀπ’ τὸ στάδιο
καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Κ' ἔτσι
ἀλήθεψε ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Δημητρίου.Ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπ' τὴ λύπη του ποὺ ἔχασε τὸ Λυαῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπ' τὸ θάνατο μόνο τοῦ Νέστορος. Ὁ θυμὸς του τὸν ἔφερε στὸ Δημήτριο. Καί, χωρὶς ἄλλη δίκη ἢ κρίση, δίνει διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ Δημήτριος εἶδε τοὺς στρατιῶτες καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους. Σήκωσε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ, καὶ τὰ κοντάρια τους τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου λογχίστηκε καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας πιστός, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆρε τὸ δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μανδύα του, βουτηγμένο στὸ ἅγιο αἷμα του. (Μ’ αὐτὰ ὁ χριστιανὸς αὐτός, Λοῦπος ὀνομαζόμενος, σταύρωνε τοὺς δαιμονισμένους• καὶ κάθε λογῆς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Τὰ πολλὰ θαύματα ἔφθασαν καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἴδια μέρα ποὺ τὸ 'μαθε, ἔδωκε διαταγὴ καὶ θανάτωσαν τὸ μάρτυρα Λοῦπο). Οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφά. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἅγιό του σ’ ὅλὸ τὸν κόσμο, οἰκονόμησε καὶ ἔβγαινε μύρο ἀπ' τὸ κορμὶ του τόσο πολύ, ποὺ ἔπαιρναν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι, ὅσοι ἔρχονταν νὰ γιατρευτοῦν καὶ δὲν τελείωνε ποτέ! Τὸ ἔπιναν οἱ χριστιανοί, κι ὅ,τι ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχανε γιατρεύονταν. Ὅλοι ἔτρεχαν στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ θὰ χρειαζόταν ὧρες ὁλόκληρες νὰ ὁμιλεῖ κανείς, γιὰ ν' ἀναφέρει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία τόσες φορὲς ἐγλύτωσε ἀπὸ πεῖνα, ἀπὸ θανατικό, ἀπὸ αἰχμαλωσία κι ἀπὸ ἄλλα δεινά. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ παίρνουν τ' ὄνομά του, καὶ τοῦ χτίζουν ἐκκλησίες, καὶ πανηγυρίζουν στὴ μνήμη του. Φαίνεται, πὼς ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ σ' ἄλλες χῶρες ὑπῆρχαν ἀρχαιότερες ἐκκλησίες πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὴν Καππαδοκία λ.χ., σ' ἕνα χωριό, ὀνομαζόμενο Δρακοντιάνα, ἕνας γεωργὸς ξεπέτριζε ἕνα χωράφι του νὰ τὸ ἰσιώσει καὶ νὰ τὸ κάμει ἁλώνι γιὰ ν' ἁλωνίζει. Βρῆκε ὅμως σωροὺς ἀπὸ πέτρες, καὶ σκάβοντας εἶδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, ἀπὸ χρόνια πολλὰ παραχωμένα μέσα στὴ γῆ. Ὁ γεωργὸς συνέχισε νὰ σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ του ἕνα νέο καβαλάρη καὶ τοῦ λέγει: «Γιατί, ἄνθρωπέ μου, χαλνᾶς τὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὸ φκιάσεις ἁλώνι; Ἂν τὸ κάμεις αὐτὸ θὰ πάθεις μεγάλο κακό. Ἐγὼ πού σου μιλῶ εἶμαι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη...». Πῆγαν ὕστερα ὅλοι οἱ χωριανοὶ κ' ἔσκαψαν βαθιά, ὥσπου βρῆκαν.τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μετὰ ἔχτισαν καινούργιο ναὸ καὶ ἱστόρησαν τὸν ἅγιο Δημήτριο πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «ἐπειδὴ διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο εἶναι ἐζωγραφημένος ὁμοῦ ἐν μιᾷ εἰκόνι». Γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν «τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Σταυρικοῦ». Καὶ σ' αὐτή τὴν ἐκκλησία ὁ Ἅγιος ἔκαμε πάμπολλα θαύματα, ὅπως καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.
Τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ βρεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, κ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε πιὸ πολὺ ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ κάμει σήμερα, εἶναι νὰ μελετήσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ' τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγίου Νέστορος ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα στὶς μεγάλες λύπες μας, στὶς στενοχώριες, στὶς ἀρρώστιες, στὶς περιστάσεις ὅπου μᾶς πνίγει ὁ σύγχρονος ἄδικος καὶ σκληροτράχηλος εἰδωλολάτρης, ποὺ λατρεύει σὰν θεὸ τὸ χρῆμα του καὶ τὴν ἐξουσία του, τὴν περιουσία του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅταν μᾶς πιέζουν μὲ τὴν κίβδηλη καὶ βαρειὰ μεγαλοπρέπειά τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ, νὰ βλέπουμε τὸν μικρὸ Νέστορα καὶ τὸν Δαβίδ, καὶ νὰ μὴν φοβούμαστε τοὺς σύγχρονους Λυαίους καὶ Γολιάθ, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Ἐμεῖς νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Νέστωρ: «Θεὲ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Καὶ τότε: εἴτε εἶσαι ἡ ἀδύνατη χήρα, μὲ τ' ἀνήλικα ὀρφανά• εἴτε ὁ ἄρρωστος πατέρας, μὲ μιὰ φοῦχτα ἀπροστάτευτα παιδιά• εἴτε ἡ γριούλα ἡ ἔρημη, μέσα σὲ μιὰ κρύα κάμαρη• εἴτε ὁ ρογιασμένος τσοπάνος στὸ ξεχασμένο μαντρί, ποὺ σοῦ στέλνουν μουχλιασμένο ψωμὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα• εἴτε ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ὑπάλληλος, ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοδότης σου καὶ πλουτίζει ἐκεῖνος μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, ἐνῶ ἐσὺ πεινᾶς καὶ ὑποφέρεις• εἴτε εἶσαι, τέλος, ἕνας ἀδύνατος σὲ γνωριμίες κοινωνικὲς κ' ἔχεις ν' ἀντιμετωπίσεις ἐχθροὺς σατανικὰ ὁπλισμένους (ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ' τὴν ὑποκριτικὴ εὐσεβοφροσύνη τους)• — ὅποιος καὶ νὰ 'σαι, γύρισε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια σου στὸν οὐρανὸ καὶ «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου» θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅσο κι ἂν φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀνέχεται καμμιὰ φορὰ τὸ ἄδικο καὶ τὸ στραβό, εἶναι δίκαιος, καὶ τὸ πληρώνει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ξέρει. Ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ Λυαῖος, ἂν δὲν εἶναι πάνω του ὁ φόβος καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσει. Κι ὅσο μικρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ Νέστωρ, ὅταν ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του θὰ νικήσει.
Μποροῦμε, μάλιστα, νὰ παρακαλοῦμε καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο, νὰ μᾶς λυτρώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν φανερῶν καὶ τῶν ἀφανῶν ἐχθρῶν μας. Κι ἂς λέμε αὐτὸ τὸ τροπάρι ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως». Δηλαδή: «Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σ' ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες καὶ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως, πού μᾶς κατατρέχει, σὰν νὰ ‘μαστε σκλάβοι, καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε, κι ἀλλάζουμε ὅλο-ἕνα τόπο μὲ τόπο, καὶ πλανιόμαστε σὰν τ' ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε καὶ δός μας ἀνάπαυση, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβύσε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος» (ἀπόδοση: Φ. Κόντογλου)