
Η ζωή και ή ευτυχία των ανθρώπων είναι πια έρμαιο και παιχνίδι στα χέρια των φοβερών δυνάμεων, που ο ανθρώπινος νους αποσπά μια προς μια από το απέραντο μυστήριο της Δημιουργίας του Θεού, και στο τέλος τις εξαπολύει ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη. Μέσα σ' αυτή τη θύελλα του πνεύματος, του ατσαλιού και του αίματος, κάθε άτομο, όπως και κάθε έθνος, αγωνίζεται με όλα τα μέσα που διαθέτει να κρατηθεί όρθιο, να μη σαρωθεί από τον ανεμοστρόβιλο, να μην πέσει. Γιατί αλίμονο αν πέσει. Ξέρει τώρα πως από πάνω του θα περάσει ολόκληρη η αγέλη των έξαλλων ανθρώπων και των απάνθρωπων μηχανών, και θα τον λιώσει. Θα τον εξευτελίσει πρώτα ως το τελευταίο όριο της αντοχής του, και στο τέλος θα τον εξαφανίσει.
Όμως ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο σίγουρα, πιο τελειωτικά με το χάσιμο της ψυχής του της ψυχής του της ατομικής, της ψυχής του της ομαδικής. Χάνω την ψυχή μου θα πει: χάνω την ουσιαστική μου ύπαρξη. Χάνω την αίσθηση της ατομικής μου τέλειας ψυχοπνευματικής σύνθεσης, που αποτελεί ένα μόριο από την μεγάλη, την πλατειά κοινωνική και εθνική σύνθεση, από την οποία αντλώ και ανανεώνω αδιάκοπα τα φυσιογνωμικά στοιχεία του πνεύματος μου και της ψυχής μου. Kαι αυτή η εθνική φυλετική ιδιομορφία της ψυχής μου είναι ακριβώς εκείνη που με εντάσσει φυσιολογικά μέσα στην πανανθρώπινη κοινωνική σύνθεση. Αλλά για να μη χάσω τον εαυτό μου, πρέπει να γνωρίσω τον εαυτό μου. Το «γνώθι σαυτόν» είναι η πλουταρχική πηγή της γνώσεως. Αυτό λοιπόν πρέπει να είναι η βάση της γενικής παιδαγωγικής προσπάθειας Έθνους, του οποίου εντολοδόχος είναι το Kράτος και η Εκκλησία. Όργανα γι' αυτή την συνειδητοποίηση είvaι το Υπουργείο Παιδείας, ο Κλήρος, ο Τύπος, ο καλλιτέχνης που εκφράζει την εθνική ψυχή και ολόκληρη η τάξη των διανοουμένων, που είναι υπεύθυνη για την πνευματική συγκρότηση του λαού.
Για να γνωρίσουμε τον Ελληνικόν εαυτό μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία, από τα οποία αποτελείται η ψυχοπνευματική μας προσωπικότητα. Από που ερχόμαστε. Πώς φτάσαμε να είμαστε εδώ που είμαστε. Ποιες είvαι oι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας. Kαι που πηγαίνουμε. Κατά που μας οδηγεί η πολιτιστική ροπή, που κυβερνά τούτο το έθνος, αμετάκλητα, δίχως παρέκκλιση, επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν την ελληνικότητά μας τη σημερινή και εμπλουτίζονται αδιάκοπα μέσα στην ιστορική πορεία της με vέo πλήθος από βιώματα ιστορικά και βιολογικά, δεν μπορεί βέβαια να τα καθορίσει κανείς μέσα στα στενά περιθώρια μιας σύντομης μελέτης. Γι' αυτό θα ασχοληθούμε εδώ μόνο με ένα από αυτά τα στοιχεία, μόνο με μια ψηφίδα από το θαυμάσιο ψηφιδωτό της εθνικής μας ψυχής. Η ψηφίδα αυτή είναι η μουσική του Ελληνικού λαού και ειδικά ένα μέρος απ' αυτή τη μουσική. Η θρησκευτική Ελληνική Μουσική. Η προσευχητική. Η λατρευτική Μουσική. Βυζαντινή, γιατί από το Βυζάντιο ξεκίνησε οργανωμένη η θρησκεία μας, στα χρόνια της Ελληνικής μας Αυτοκρατορίας. Από εκεί, όταν η Πόλη ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου και το απόρθητο κάστρο του παγκοσμίου πολιτισμού, ξεκίνησε η θρησκεία μας, οπλισμένη και στολισμένη με τις περίλαμπρες τέχνες της. Mε την υμνογραφική της λογοτεχνία, με την θρησκευτική μουσική της, με την αρχιτεκτονική της, με τη ζωγραφική της, με την ψηφιδογραφία και όλη τη διακοσμητική της μεγαλοπρέπεια.
Όμως ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο σίγουρα, πιο τελειωτικά με το χάσιμο της ψυχής του της ψυχής του της ατομικής, της ψυχής του της ομαδικής. Χάνω την ψυχή μου θα πει: χάνω την ουσιαστική μου ύπαρξη. Χάνω την αίσθηση της ατομικής μου τέλειας ψυχοπνευματικής σύνθεσης, που αποτελεί ένα μόριο από την μεγάλη, την πλατειά κοινωνική και εθνική σύνθεση, από την οποία αντλώ και ανανεώνω αδιάκοπα τα φυσιογνωμικά στοιχεία του πνεύματος μου και της ψυχής μου. Kαι αυτή η εθνική φυλετική ιδιομορφία της ψυχής μου είναι ακριβώς εκείνη που με εντάσσει φυσιολογικά μέσα στην πανανθρώπινη κοινωνική σύνθεση. Αλλά για να μη χάσω τον εαυτό μου, πρέπει να γνωρίσω τον εαυτό μου. Το «γνώθι σαυτόν» είναι η πλουταρχική πηγή της γνώσεως. Αυτό λοιπόν πρέπει να είναι η βάση της γενικής παιδαγωγικής προσπάθειας Έθνους, του οποίου εντολοδόχος είναι το Kράτος και η Εκκλησία. Όργανα γι' αυτή την συνειδητοποίηση είvaι το Υπουργείο Παιδείας, ο Κλήρος, ο Τύπος, ο καλλιτέχνης που εκφράζει την εθνική ψυχή και ολόκληρη η τάξη των διανοουμένων, που είναι υπεύθυνη για την πνευματική συγκρότηση του λαού.
Για να γνωρίσουμε τον Ελληνικόν εαυτό μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία, από τα οποία αποτελείται η ψυχοπνευματική μας προσωπικότητα. Από που ερχόμαστε. Πώς φτάσαμε να είμαστε εδώ που είμαστε. Ποιες είvαι oι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας. Kαι που πηγαίνουμε. Κατά που μας οδηγεί η πολιτιστική ροπή, που κυβερνά τούτο το έθνος, αμετάκλητα, δίχως παρέκκλιση, επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν την ελληνικότητά μας τη σημερινή και εμπλουτίζονται αδιάκοπα μέσα στην ιστορική πορεία της με vέo πλήθος από βιώματα ιστορικά και βιολογικά, δεν μπορεί βέβαια να τα καθορίσει κανείς μέσα στα στενά περιθώρια μιας σύντομης μελέτης. Γι' αυτό θα ασχοληθούμε εδώ μόνο με ένα από αυτά τα στοιχεία, μόνο με μια ψηφίδα από το θαυμάσιο ψηφιδωτό της εθνικής μας ψυχής. Η ψηφίδα αυτή είναι η μουσική του Ελληνικού λαού και ειδικά ένα μέρος απ' αυτή τη μουσική. Η θρησκευτική Ελληνική Μουσική. Η προσευχητική. Η λατρευτική Μουσική. Βυζαντινή, γιατί από το Βυζάντιο ξεκίνησε οργανωμένη η θρησκεία μας, στα χρόνια της Ελληνικής μας Αυτοκρατορίας. Από εκεί, όταν η Πόλη ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου και το απόρθητο κάστρο του παγκοσμίου πολιτισμού, ξεκίνησε η θρησκεία μας, οπλισμένη και στολισμένη με τις περίλαμπρες τέχνες της. Mε την υμνογραφική της λογοτεχνία, με την θρησκευτική μουσική της, με την αρχιτεκτονική της, με τη ζωγραφική της, με την ψηφιδογραφία και όλη τη διακοσμητική της μεγαλοπρέπεια.
Αυτή είναι μια μορφή του πολιτισμού, που ή ζει, υφίσταται, και υπάρχει με όλες τις κύριες αισθητικές και φιλοσοφικές εκφράσεις της, ή χάνεται και σβήνει μαζί με αυτές, και τότε αποτελεί υλικό μουσειακής και επιστημονικής μελέτης για τους μεταγενέστερους. Έτσι, ή εξακολουθούμε να ήμαστε ελληνοχριστιανοί, όπως μας έπλασε με επεξεργασία l650 χρόνων το Βυζάντιο, οπότε θα εξακολουθούμε να έχουμε τη βυζαντινή θρησκευτική τέχνη, καθώς και την τελετουργική πομπή και τα άμφια και τα θρησκευτικά σύμβολα του Βυζαντίου, ή απλώς... θα πάψουμε να ήμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι, οπότε ο καθένας θα είναι ελεύθερος να κάνει του κεφαλιού του στα ζητήματα της θρησκείας και της Εκκλησίας, όπως γίνεται με την θρησκευτική αναρχία της αμερικανικής εθνολογικής πανσπερμίας. Εδώ συμβιβασμός, ύποπτα μίγματα και νοθείες δεν χωράνε.
Είναι μοιραίο για το Έθνος μας, τα θρησκευτικά του ζητήματα να είναι αδιάσπαστα συνδεμένα με την ιστορική μοίρα του λαού μας. Η Ελληνική Ορθοδοξία, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει ταυτιστεί με την εθνική μας υπόσταση, ήγουν με την ελευθερία μας. Έχει γίνει δηλαδή εθνική θρησκεία, όπως το Δωδεκάθεο του Ολύμπου ήταν η εθνική θρησκεία των προγόνων μας. Kαι η εθνική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ξέφτισε και κατέρρευσε μαζί με την εθνική τους ελευθερία. Πάνω στα κατάρτια των βαρβαρομάχων καραβιών της Πόλης κυμάτιζαν τα χρυσά λάβαρα της Παναγίας, που ήταν για το χριστιανικό Κράτος στρατηλάτης μαζi και πολέμαρχος, σαν την Αθηνά. Προς Αυτήν, προς την Υπέρμαχο Στρατηγό, αποτείνεται το θαυμάσιο βυζαντινό τροπάριο, που στην πραγματικότητα είναι ο εθνικός ύμνος του αγωνιστικού Βυζαντίου. Και σαν εθνικό μας ύμνο έπρεπε να το κρατήσει και η απελευθερωμένη Ελλάδα του 21, αν οι λόγιοι και οι πολιτικοί εκείνης της εποχής είχαν την οξυδέρκεια να καταλάβουν την σημασία που παίρνει η παράδοση στη ζωή των Εθνών, και δεν έβλεπαν την Κλασσικήν Ελλάδα να ενώνεται ηθικά και ιστορικά με το απελευθερωμένο Έθνος, όμως την ένδοξη και μεγαλόπρεπη περίοδο της Βυζαντινής χιλιετίας, που μεσολάβησε και σφυρηλάτησε την νέα μας Ελληνοχριστιανική συνείδηση.
Δείτε όμως. Αυτό που δεν έκανε το μεταεπαναστατικό Κράτος το έκαμε μόνος του ο Ελληνικός λαός. Έτσι, κάθε φορά που κάποιο μεγάλο εθνικό γεγονός τρικυμίζει στην ψυχή μας, το βυζαντινό τροπάριο αυθόρμητα ανεβαίνει στα χείλη μας και σμίγει με τους στίχους του Σολωμού. Και πάλι αυθόρμητα, κάθε φορά που ένα υπόδουλο τμήμα του Ελληνισμού ενώνεται με την ενιαία ελεύθερη πατρίδα, ο Ελληνικός λαός αλληλοχαιρετάται με την θρησκευτική φράση «Χριστός Ανέστη». Kαι προχτές ακόμα, όταν η Ελλάδα έκαμε το θαύμα του 40-41, οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν την Υπέρμαχον του Βυζαντίου να πολεμά επί κεφαλής των τους κτηνώδεις επιδρομείς. Πήγα και τους είδα, εκεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, αυτούς τους νεαρούς ήρωες των ημερών μας και όλοι είχαν κρεμασμένη στο στήθος στον ορθοστάτη του παγωμένου τους αντίσκηνου την εικόνα της Βυζαντινής Υπερμάχου. Σαν να ήταν όχι πολεμιστές του Γεωργίου του Β΄, αλλά του Τσιμισκή, του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου ή του τελευταίου Παλαιολόγου. Ως αυτό το σημείο, η Εθνική μας υπόσταση είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία της Πόλης. Και ήταν πολύ φυσικό.

Είναι μια καταπληκτική ιστορία πολλών αιώνων, τραγουδισμένη με τροπάρια, με ύμνους, με θρήνους και μοιρολόγια. Και αυτά αποτελούν ένα μέρος από την Ελληνοχριστιανική μας παράδοση. Ένας από τους πιο σοβαρούς φορείς αυτής της παραδόσεως στάθηκε η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το μοναδικό αυτό Ίδρυμα ασχολήθηκε με σύστημα και ιερή προσήλωση με την Βυζαντινή Μουσική, ιδρύοντας στα 1890 ειδική Σχολή στην οποία δίδαξαν σοφοί δάσκαλοι την παραδοσιακή εθνική μας εκκλησιαστική μουσική. Από αυτή τη Σχολή, που κρατήθηκε ως την καταστροφή του ‘22, μεταφέρθηκε ως τα χρόνια μας η σωστή Βυζαντινή Μουσική. Οι εκατοντάδες μαθητές της σκορπίστηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα με καλλίφωνους και μορφωμένους πρωτοψάλτες, περισώζοντας έτσι την θαυμάσια αυτή κληρονομιά.

Από αυτούς είναι και οι αμόρφωτοι ρωμηοί, που ντρέπονται, γιατί η θρησκευτική μας μουσική δεν έχει τετραφωνίες, δεν έχει τενόρους και βαρύτονους και μπάσους, δεν έχει κορώνες, πρίμο, τέρτσο και σεγκόντο, που είναι πράγματα ευρωπαϊκά. Και βάλθηκαν, οι μωροί, να την επισκευάσουν, να την διορθώσουν, να την μοντερνίσουν. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν δεν είναι επιτήδειοι παγκαροεπίτροποι, που μασκαρεύοντας την Βυζαντινή μουσική, το κάνουν για να προσελκύσουν το πλήθος των σνομπ στους δίσκους των, (και είναι χαρακτηριστικό πως το έκαμε ο αιρετικός Άρειος, βάζοντας στις ακολουθίες του «μέλη θυμελικά», δηλαδή μουσική του θεάτρου, για να παρασύρει τους εθνικούς, που τους ήταν αγαπητή) είναι συνήθεις τύποι δίχως στέρεη και βαθειά ιστορική και καλλιτεχνική μόρφωση, δίχως καμμιά καλλιέργεια του αισθήματος της καλαισθησίας.
Δεν καταλαβαίνουν την ιεροσυλία που κάνουν, βάζοντας βέβηλο χέρι πάνω σε έναν ιερό, πατροπαράδοτο θησαυρό, που υπάγεται σε δικούς του αυτοτελείς καλλιτεχνικούς νόμους, για να τον μασκαρέψουν ή να τον ανταλλάξουν με φτηνοπράγματα κακού γούστου. Όπως κάνουν oι επιτήδειοι γυρολόγοι, που περιφέρονται στα χωριά και ανταλλάσσουν τα βαρειά χρυσοΰφαντα πατρογονικά ρούχα με φανταχτερά, χρωματιστά φτηνοϋφάσματα της βιομηχανίας, ξεγελώντας τις απλοϊκές νοικοκυρές για να τους αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί τους θησαυρούς της παλιάς αρχοντικής κασέλας του σπιτιού. Ούτε είναι ικανοί να καταλάβουν αυτοί οι επικίνδυνοι μοντερνιστές τη βιολογική σχεδόν δύναμη, που έχει η παράδοση πάνω στη συνέχεια και τη διατήρηση της εθνικής ζωής. Και θεωρούν για ηλίθιο έξαφνα τον αγγλικό λαό, που κρατά με πάθος τύπους και παραδόσεις, που δεν έχουν καν σήμερα κανένα νόημα σχετικά με την σύγχρονη ζωή του Αγγλικού έθνους, κρατάνε όμως μέσα τους άγρυπνο το νόημα της μεγάλης ιστορίας του, της οποίας απλά και ορατά μαρτύρια και σύμβολα είναι αυτές οι περούκες, αυτές οι μεσαιωνικές στολές, αυτά τα αναχρονιστικά έθιμα.
Πηγή
Στρατὴς Μυριβήλης – Οἱ παραδόσεις τοῦ Γένους καὶ ἡ δύναμη τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς
Ἡ Ἑλληνικὴ Παράδοση – Γ´ ἔκδοση. Συλλογικὸς Τόμος ἐκδόσεων ΕΥΘΥΝΗ