Ἔτι
δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ κατὰ ξηράν, θάλασσαν καὶ ἀέρα φιλοχρίστου ἡμῶν Στρατοῦ.
Από την πρώτη ημέρα παρουσίας του πρώτου
μεταβυζαντινού Κυβερνήτη της Ελλάδας
Ιωάννη Καποδίστρια, σε αυτό τον πολύπαθο και ταλαιπωρημένο τόπο, φάνηκε
η ανάγκη στο να στηριχθεί όλη η προσπάθειά του για την ανοικοδόμηση του Έθνους
πάνω σε στέρεες βάσεις, θεμέλια γερά. Δεν υπήρχαν ούτε τα υποτυπώδη τα οποία
είναι απαραίτητα για τη σύσταση ενός νέου κράτους όπως εθνική οικονομία, στρατός,
παιδεία, δημόσια διοίκηση. Ο Κυβερνήτης γνώριζε από την εμπειρία του ότι χωρίς
να υπάρχει εγγύηση από κάποιους βασικούς
πυλώνες, δεν θα μπορούσε να χτιστεί κράτος από την αρχή.
Οι
εγγυήτριες δυνάμεις του Έθνους που οι σύγχρονοι πολιτικοί αναζητούν εκτός των
συνόρων, για τον Ιωάννη Καποδίστρια υπήρχαν εντός της πατρίδος.
Εκκλησία και Ένοπλες Δυνάμεις. Για τη
μεν πρώτη ο Κυβερνήτης θεωρούσε ότι έπρεπε να ενισχυθεί το κύρος της, για το δε
Στρατό έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή γιατί το μόνο που διέθετε τότε το
υποτυπώδες ελληνικό κράτος ήταν άτακτα σώματα χωρίς ενιαία διοίκηση.
Συγκοινωνούντα δοχεία και τα δύο για τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Άλλωστε η μαρτυρική του διαδρομή και ακόμη μέσα από
τις επιστολές του διαφαίνεται ότι ο ίδιος έχει βαθιά πίστη στο Θεό και αγάπη προς
την πατρίδα, γι αυτό και θεωρεί την εκκλησία ως εγγύηση εκείνου του έθνους του
οποίου κλήθηκε να υπηρετήσει. Και αν η εκκλησία είναι η πνευματική εγγύηση για
την επιβίωση του Έθνους, οι ένοπλες δυνάμεις για τον Καποδίστρια είναι οι
εγγυητές της Εθνικής κυριαρχίας. Δύο πυλώνες που πλήττονται καίρια στις ημέρες μας
αλλά στέκονται όρθιοι από το φιλότιμο των Ελλήνων.
Α. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ιωάννης Καποδίστριας: «Η
εκκλησία είναι η εγγύηση του έθνους»
Η
ενίσχυση του κύρους της εκκλησίας είναι η βάση για την αναγέννηση του Έθνους.
Αυτό τονίζει σε βαρυσήμαντη εγκύκλιο επιστολή που απέστειλε προς τους Έλληνες
στις 18 Απριλίου 1819 ο Ιωάννης Καποδίστριας.[1]*
Προφητικός
ο λόγος του κυβερνήτη της Ελλάδας που γράφεται δύο χρόνια, πριν ξεσπάσει η
Επανάσταση της Παλιγγενεσίας και εννιά χρόνια προτού κληθεί να κυβερνήσει το
μικρό αλλά ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
Ο
Καποδίστριας απευθύνεται στους «αδελφούς του» Έλληνες, ως σε παιδιά της «Αγίας
μας Μητέρας Εκκλησίας». Τους συνιστά να αγαπούν μόνο το καλό και να μην
κοιτάζουν μόνο το προσωπικό συμφέρον. Τους λέει να βελτιώσουν τη ζωή τους και
να ετοιμασθούν για τα μεγάλα πλεονεκτήματα που προσφέρει ένας ηθικός και
χριστιανικός πολιτισμός.
Τους
συνιστά ακόμη να καλλιεργήσουν τα γράμματα διότι έτσι θα γίνουν οι πολίτες
άξιοι του σεβασμού και της εμπιστοσύνης της Πολιτείας και βαθμιαίως η Πολιτεία
θα μάθει να σέβεται και να ακούει και να εμπιστεύεται τους πολίτες της. Οι
Έλληνες πρέπει να ασχοληθούν αποκλειστικά με την ηθική και ανθρωπιστική
εκπαίδευση γιατί χωρίς αυτήν κάθε άλλο αντικείμενο μόρφωσης είναι μάταιο και
κάθε εργασία επικίνδυνη. Και η ηθική εκπαίδευση θα πρέπει να ξεκινήσει, κατά
τον Καποδίστρια, από την κατάρτιση του κλήρου.
Κατά
την άποψή του, το τεράστιο κύρος της Εκκλησίας ενισχυμένο με την κατάρτιση και
το ήθος των κληρικών της θα αποτελεί την εγγύηση της συνέχειας του Έθνους. Έτσι
έβλεπε ο κυβερνήτης την Ελλάδα μέσα από την παράδοση και την κληρονομιά της.
Και παρακάτω γράφει πως το Έθνος οφείλει ολοκληρωτική αφοσίωση στην Εκκλησία
γιατί έτσι θα προοδεύσει.
Το
δεύτερο που ο Καποδίστριας συνιστά είναι η κατάρτιση των νέων σε θέματα
επιχειρήσεων και στο ελεύθερο επάγγελμα και εμπόριο. Και συνιστά οι νέοι για
την ηθική ζωή να μεταβαίνουν στη Ρωσία όπου η Εκκλησία συμβάλλει αποφασιστικά
στην ευημερία της χώρας και στην πρόοδο του πολιτισμού της. Αλλά όσον αφορά τις
επιστήμες, τις τέχνες και την ελευθερία στο επιχειρείν και την ανάπτυξη των
ικανοτήτων στο εμπόριο και την παραγωγή, συνιστά οι νέοι να πάνε σε χώρες που
διακρίνονταν για τις επιδόσεις τους στους τομείς αυτούς όπως ήταν και είναι οι
ΗΠΑ, η Αγγλία και η Ελβετία.
Ο
Καποδίστριας θεωρούσε ότι οι Έλληνες έχουν μεγάλες ικανότητες στο εμπόριο
και τους συμβούλευσε να αναπτυχθεί σε κάθε μικρή κοινότητα μια μαγιά από
χρήματα και να επιλεγούν άνθρωποι με ευαισθησίες, με ήθος κι ικανότητες για να
διαχειριστούν την περιουσία αυτή και να την αυξήσουν. Την ελευθερία λοιπόν στις
επιχειρήσεις ο Καποδίστριας την έβλεπε ως παράλληλη με την αφοσίωση στη
Εκκλησία και με την απόκτηση δι' αυτής εντίμου και υγιούς φρονήματος.
Τέλος,
ο Ιωάννης Καποδίστριας προειδοποιεί ότι αν οι Έλληνες δεν ακολουθήσουν αυτή τη
γραμμή, της αφοσίωσης στην Εκκλησία και της επίδοσης στην εκπαίδευση, στις
επιστήμες, τις τέχνες και το εμπόριο, τότε οι θυσίες τους θα πάνε χαμένες και
δυστυχία θα προστεθεί στην Ελλάδα. Γιατί η ανάπτυξη και η ευημερία, κατά τη
γνώμη του, έρχεται με το να απαλλαγεί ο Έλληνας από μάταιες φιλοδοξίες και από
ιδιοτελή συμφέροντα και να αφιερωθεί στα συμφέροντα μόνο της γενέθλιας γης του.
Και ολοκληρώνει την εγκύκλιο επιστολή του τονίζοντας ότι ελπίζει πως δεν θα
υπάρξει ο κίνδυνος να έχει και άλλα δεινά η πατρίδα, διότι «οι συνέπειες των
λαθών των προηγουμένων γενεών μετρούν ακόμη στις κεφαλές του Ελληνικού Έθνους».
Την απαραίτητη συμβολή της Εκκλησίας στην ανάπτυξη και ευημερία της Ελλάδος την
παραδέχονται και Τούρκοι ειδικοί επιστήμονες, αλλά την αρνούνται οι δικοί μας
«διανοούμενοι»... Αναφέρει ο καθηγητής Αντνάν Εκσιγκίλ[2]* ότι σε αντίθεση με το Ισλάμ, του οποίου ο ρόλος ήταν αρνητικός
στην ανάπτυξη του τουρκικού έθνους-κράτους, στην Ελλάδα «η θρησκεία έπαιξε ένα
ρόλο μάλλον θετικό και καθοριστικό στην ανάπτυξή της». Και συμπληρώνει :
«Αναλογισθείτε τους πολυάριθμους Έλληνες ήρωες που ήταν ιερείς και άνθρωποι της
θρησκείας. Οι Τούρκοι δεν έχουν καμία ανάλογη θρησκευτική μορφή στην ιστορία
τους.»
Β. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΊΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ
ΣΤΡΑΤΟΣ (α)
Η
άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου 1828, ως
πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, άνοιξε μια νέα περίοδο και στην οργάνωση του Τακτικού Στρατού.
Κατανόησε ότι για την επιτυχία του ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός συμβουλευτικού
οργάνου, και συγκρότησε στις 23 Ιανουαρίου 1828 «Πολεμικό Συμβούλιο», και ένα
χρόνο μετά, το 1829, συγκροτήθηκε «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών
Υποθέσεων». Αμέσως μετά, ο Καποδίστριας επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των
άτακτων στρατευμάτων. Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια οργανώσεως των άτακτων
σωμάτων από την έναρξη του Αγώνα. Η πρώτη είχε γίνει από την Α' Εθνική
Συνέλευση, στις 9 Ιανουαρίου 1822. Οι νέοι σχηματισμοί συγκεντρώθηκαν στα
Μέγαρα και την Ελευσίνα, όπου στις 16 και 26 Απριλίου αντίστοιχα, έδωσαν τον
καθιερωμένο όρκο και παραδόθηκαν οι σημαίες από τον Κυβερνήτη. Οι δυνάμεις
αυτές, με τη νέα οργάνωση και σύνθεση συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας και η προσφορά τους ήταν σημαντική.
Μετά
τη μάχη στην Πέτρα Βοιωτίας, ο Καποδίστριας, δημιούργησε σταδιακά δεκατρία
ελαφρά τάγματα Πεζικού, ενώ στις 17 Αυγούστου 1828 συγκροτήθηκε το πρώτο
εθελοντικό τάγμα Πυροβολικού και λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1829, συστήθηκε
για πρώτη φορά, τμήμα Μηχανικού με την ονομασία «Σώμα Αξιωματικών
Οχυρωματοποιίας και Αρχιτεκτονικής».
Στην
εποχή του Καποδίστρια εξάλλου, τέθηκαν και οι πρώτες βάσεις κοινωνικής μέριμνας
για το στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειες του. Ειδικότερα, το Φεβρουάριο
του 1828, καθορίστηκαν οι συντάξεις όσων αποχωρούσαν λόγω τραυμάτων, αρρώστιας
ή γήρατος, καθώς και η απονομή συντάξεων στις οικογένειες όσων σκοτώνονταν ή
πέθαιναν «εν υπηρεσία».
Το
Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε η χορήγηση μηνιαίου σιτηρέσιου ή ένταξη
στο «Σώμα Απομάχων» αυτών που είχαν καταστεί ανίκανοι κατά την εκτέλεση της
υπηρεσίας τους. Οι απόμαχοι, που αποχωρούσαν από τις τάξεις του στρατεύματος,
έπαιρναν σύνταξη ίση με το μισό των αποδοχών τους. Ολόκληρο το μισθό τους
έπαιρναν, ως σύνταξη, μόνο αυτοί που συμπλήρωναν τεσσαρακονταετία. Επίσης,
συστήθηκε ειδικά για την περίθαλψη τους το «Ίδρυμα Απομάχων».
Δολοφονία του Καποδίστρια και
αποσύνθεση του Τακτικού Στρατού
Στις
29 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας,
από πολιτικούς του αντιπάλους, με συνέπεια να επικρατήσει πλήρης πολιτική και
κοινωνική αναρχία στο εσωτερικό της χώρας, με άμεση επίδραση και στο στρατό. Τα
ελαφρά τάγματα γρήγορα διαλύθηκαν, σχηματίζοντας και πάλι ένοπλες ομάδες με
αρχηγούς τους παλιούς οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων. Ο Τακτικός Στρατός, που
σε όλο σχεδόν το διάστημα μέχρι το θάνατο του Κυβερνήτη είχε μείνει αμέτοχος σε κάθε πολιτική διαμάχη, υπέστη και αυτός τις
αρνητικές συνέπειες των τελευταίων θλιβερών γεγονότων. Ο Στρατηγός Ζεράρ, μαζί
με τους περισσότερους Γάλλους αξιωματικούς, αποχώρησαν από το στράτευμα.
Επιπλέον, λόγω ελλείψεως των αναγκαίων οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του Τακτικού
Στρατού, σημειώθηκε μεγάλη διαρροή των ανδρών του προς τους άτακτους.
Η
Κυβερνητική Επιτροπή που διαδέχθηκε τον Καποδίστρια, διόρισε Διοικητή του
Στρατού τον παλιό φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Graillard (Γκρεγιάρ), με βοηθό
τον Υπολοχαγό Πυροβολικού Σκαρλάτο Σούτσο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της
νέας διοικήσεως, η δύναμη του Τακτικού Στρατού μειώθηκε στο ελάχιστο και η όλη
οργανωτική προσπάθεια των τελευταίων ετών κινδύνευε να καταστραφεί. Το ίδιο
συνέβη και στον τομέα της εκπαιδεύσεως. Ο Πωζιέ παραιτήθηκε από τη διοίκηση του
Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Βαυαρός
Συνταγματάρχης Reineck (Ράινεκ), ο οποίος με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να το
διατηρήσει σε λειτουργία. Η αποχώρηση εξάλλου των Γάλλων προγυμναοτών και η μη
αναπλήρωση τους από άλλο προσωπικό είχε ως συνέπεια τη διακοπή της εκπαιδεύσεως
και τη χαλάρωση της πειθαρχίας.
Ωστόσο,
τα θεμέλια που με τόσο μόχθο είχαν τεθεί επί Καποδίστρια στη στρατιωτική
οργάνωση και εκπαίδευση, έμειναν ακλόνητα και αποτέλεσαν τη βάση των παραπέρα
προσπαθειών για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας.
Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΊΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ
ΣΤΡΑΤΟΣ (β)
Η στρατηγική του Καποδίστρια σε θέματα πολέμου δεν ήταν η κατά μέτωπον επίθεση του στρατού κατά των ισχυρών δυνάμεων του εχθρού και των οχυρών του θέσεων, αλλά προτιμούσε με τις κατάλληλες κινήσεις να επιτυγχάνεται η προσβολή των μετόπισθεν του εχθρού, η κατάληψη ασφαλών θέσεων, η επίθεση κατά μεμονωμένων τμημάτων του εχθρού και τέλος η αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού.
Ο Καποδίστριας φρόντισε να εξασφαλίσει τη γενική διεύθυνση του πολέμου μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας η οποία καθόρισε τους αντικειμενικούς σκοπούς του πολέμου, τις απαραίτητες στρατιωτικές επιχειρήσεις, την αξιολόγηση των συμβουλών των ξένων όσον αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις, είχε την υπεύθυνη παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων που ήταν υπό εξέλιξη, φρόντισε για την σωστή κατανομή των υπαρχόντων στρατιωτικών μέσων για τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ιδρυσε το Γενικό Φροντιστήριο στο οποίο του ανατέθηκαν συν τω χρόνω καθήκοντα Γενικού Στρατηγείου και εξέδωσε ψήφισμα για τον κανονισμό της στρατολογίας.
Ο Καποδίστριας είχε στόχο την οργάνωση του στρατού, και αντιμετώπισε δύο σημαντικά προβλήματα. Ποια πρέπει να είναι η μορφή και η διάρθρωση των βασικών μονάδων, και ποιοί στρατιωτικοί θα τις στελεχώσουν.
Για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων ο Καποδίστριας οργάνωσε και τον άτακτο και τον τακτικό στρατό.
Καταρχήν χώρισε τον στρατό σε τρείς κύριες στρατιωτικές περιφέρειες: Την περιφέρεια Πελοποννήσου με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, την περιφέρεια Ανατολικής Ελλάδος με αρχηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη και την περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσώρτς.
Ο στόλος χωρίσθηκε σε τέσσερις μοίρες: την μοίρα του Αιγαίου (περιλαμβανομένης και της ηπειρωτικής Ελλάδας) με αρχηγό τον Ανδρέα Μιαούλη, τη μοίρα ακτών Μεσσηνίας με αρχηγό τον Γεώργιο Σαχτούρη, τη μοίρα του Ευβοϊκού με αρχηγό τον Γεὠργιο Σαχίνη, τη μοίρα της Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον Άγγλο πλοίαρχο Φρανκ Άστιγξ. Αρχηγός του στόλου των πυρπολικών ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης με υπαγωγή του στη μοίρα του Αιγαίου.
Ο άτακτος στρατός οργανώθηκε με το να καθοριστεί η χιλιαρχία ως ανώτερη και βασική μονάδα η οποία περιλάμβανε δύο πεντακοσιαρχίες. (Κατά άλλη άποψη ο θεσμός των χιλιαρχιών δεν υπήρξε επιτυχής διότι θα έπρεπε να προτιμηθούν μικρότερες μονάδες. Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι η μελέτη και η εισήγηση για τον τρόπο οργανώσεως του στρατού και συγκροτήσεώς του σε χιλιαρχίες, είχε ανατεθεί από τον Κυβερνήτη στους Δ. Υψηλάντη, Ι. Κωλέτη και Α. Μεταξά). Συνολικά οργανώθηκαν οκτώ χιλιαρχίες στις οποίες προβλέφθηκε σε κάθε μονάδα η ύπαρξη ιερέως, ιατρού και υπασπιστού και λοιπού προσωπικού. Οι στρατιώτες συνειδητοποίησαν ότι ήταν στρατιώτες της πατρίδος και όχι του αρχηγού που όλο τον προηγούμενο καιρό ακολουθούσαν. Οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των αρχηγών, που τοποθέτησε, και των ανδρών τους δεν διαταράχτηκαν γιατί επέλεξε στρατιωτικούς αναγνωρισμένους από τους Έλληνες ή γνωστούς φιλέλληνες.
Ο τακτικός στρατός αποτελείτο από δύο μονάδες ιππικού τακτικού και ελαφρού από 100 άνδρες το πρώτο και 150 το δεύτερο και ενός τάγματος πυροβολικού.
Ο Καποδίστριας έδειξε και μέσα από τον στρατιωτικό τομέα το ήθος και τις αρετές του. Μερίμνησε για την επιστροφή των «προσκυνημένων» καπετάνιων, των καπετάνιων δηλαδή που είχαν συμμαχήσει με τους Τούρκους, γιατί πίστευε ότι «και συμφέρει μάλλον να τον δεχθώμεν παρά να τον αφήσουμεν εις τους Τούρκους». Φρόντισε για την πολιτισμένη και φιλάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους και στα γυναικόπαιδα του εχθρού. Ο Υψηλάντης μάλιστα έφθασε σε σημείο να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους με την υπόσχεση ότι δεν θα λάβουν όπλα κατά των Ελλήνων και ο Κυβερνήτης τον συνεχάρη γι’ αυτό.
Η επιτυχία του ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλη. Κατάφερε την εκκένωση της Πελοποννήσου από τις δυνάμεις του Ιμπραϊμ. Πέτυχε την απελευθέρωση της Δόμβραινας, της Χώστιας, της Αράχωβας, του Στεβενίκου, του Διστόμου, της Γρανίτσας, της Λεβαδείας, των Σαλώνων, του Καρπενησίου, της Βόνιτσας, του Ρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου και πολλών άλλων πόλεων. Έτσι επετεύχθη η απελευθέρωση όλης της Στερεάς Ελλάδος έως τη συνοριακή γραμμή Κόλπου Άρτης – Κόλπου Βόλου που επεβλήθη τελικώς και ως συνοριακή γραμμή του Ελληνικού Κράτους.
Τίμησε τους αγωνιστές και καθιέρωσε ως τιμητική διάκριση το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών κρατών, για την έκφραση ευγνωμοσύνης του Έθνους προς αυτούς οι οποίοι συνέδραμαν ενεργά στην Απελευθέρωση. Το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας φέρει το όνομα του Σωτήρος για να ανακαλεί στη μνήμη, ότι με τη θεία του συμπαράσταση πραγματοποιήθηκε η ελληνική παλιγεννεσία.
Ιδρύθηκε η πρώτη Ελληνική Σχολή των Ευελπίδων στο Ναύπλιο την 1η Ιουλίου 1828. Ιδιαιτερότητα της σχολής αυτής ήταν ότι εκτός των άλλων μαθημάτων διδασκόταν και ήθος στους φοιτήσαντες. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη σχολή γίνονταν δεκτοί οι άριστοι μαθητές και όχι κατ΄ανάγκη τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών. Η φροντίδα για τη θρησκευτική αγωγή των Ευελπίδων ήταν χαρακτηριστική και περιελάμβανε καθημερινή προσευχή των μαθητών, υποχρεωτικό εκκλησιασμό κατά τις Κυριακές και τις Εορτές, πιστή τήρηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας στα θέματα της νηστείας, εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Καθώς και διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και του μαθήματος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.
Επιμέλεια: Κωστούλας Βασίλειος
Πηγές
Α.ΑΡΘΡΟ - « ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΊΝΑΙ Η ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» άρθρο του Παναγιώτη Στ. Μαυραειδή Ιστορικού
egolpion.com
Β.ΑΡΘΡΟ- ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ army.gr
Γ.ΑΡΘΡΟ- Κapodistrias.info
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Στρατιωτικοί ιερείς στον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας.