Του Σάββα Καλεντερίδη
Τις μέρες αυτές ο Ελληνισμός, σε Κύπρο και Ελλάδα, είναι συγκλονισμένος από το ατύχημα στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης», στο Ζύγι της Κύπρου, που ανατινάχτηκε ως αποτέλεσμα διοικητικών και πολιτικών λαθών και παραλείψεων, που φθάνουν τα όρια του εγκλήματος. Ασφαλώς το θέμα της δέσμευσης του φορτίου του υπό κυπριακή σημαία πλοίου «Monchegorsk», πριν από 2,5 χρόνια, έχει σοβαρές πολιτικοδιπλωματικές πτυχές και παραμέτρους, που σχετίζονται με το Ιράν, τη Συρία, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, πτυχές που προσπαθούσε να διαχειριστεί και αντιμετωπίσει ο πρόεδρος Χριστόφιας και οι υπουργοί του.
Όμως, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα του θέματος, που ασφαλώς ο χειρισμός του εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πολιτικών, οι υπηρεσιακοί παράγοντες θα έπρεπε να ασκήσουν την εξουσία που τους δίδουν οι νόμοι και τα ψηφίσματα του κράτους και να επιβάλλουν στους πολιτικούς την ενδεδειγμένη λύση για την αποθήκευση αυτού του τόσο επικίνδυνου φορτίου. Όπως διαβεβαιώνουν οι πάντες, ο θυσιασθείς Διοικητής του Πολεμικού Ναυτικού, αείμνηστος Πλοίαρχος Ιωαννίδης, έκανε τις ανάλογες εισηγήσεις για την ασφαλή φύλαξη του φορτίου, οι οποίες όμως δεν είχαν αποτέλεσμα, πιθανόν επειδή οι ανώτεροί του δεν απαίτησαν από τους πολιτικούς, όπως το επέβαλε το καθήκον και η αποστολή τους, την υλοποίηση των εισηγήσεων αυτών.
Η ανατίναξη του φορτίου στη ναυτική βάση στο Ζύγι έχει τέτοια διάσταση, που εντάσσεται στην κατηγορία των εθνικών τραγωδιών. Και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες και ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης θα πρέπει να είναι βαρύς και σε υπηρεσιακούς και σε πολιτικούς παράγοντες που δεν έπραξαν το υπηρεσιακό και το εθνικό τους καθήκον. Οι παραιτήσεις δεν αρκούν.
Λίγες ημέρες πριν την εθνική τραγωδία στο Ζύγι, ο Νίκος Ρολάνδης, πρώην υπουργός στην κυβέρνηση του αείμνηστου Τάσου Παπαδόπουλου, έκανε αποκαλύψεις για μια άλλη -άγνωστη- εθνική τραγωδία, που διαδραματίστηκε το 2003, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Σύμφωνα με τον κ. Ρολάνδη, που είναι ο αρχιτέκτονας της υπογραφής, στις 17 Φεβρουαρίου 2003, της συμφωνίας της Κύπρου με την Αίγυπτο για τον ορισμό της μεταξύ τους Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), η Αθήνα ζήτησε από τη Λευκωσία να αλλάξει τη συμφωνία εις βάρος ζωτικών συμφερόντων της Κύπρου και της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα είπε πρόσφατα ο πρώην υπουργός σε εκπομπή στο ΡΙΚ 1, λίγο πριν από την επικείμενη υπογραφή της Κύπρου με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της μεταξύ τους ΑΟΖ, η Αθήνα επέδειξε διστακτικότητα και επενέβη ζητώντας από τη Λευκωσία να μετακινήσει τη γραμμή που έχει συμφωνήσει με το Κάιρο λίγο ανατολικότερα. Ο κ. Ρολάνδης αναφέρει ότι η Κύπρος είχε συμφωνήσει με την Αίγυπτο σε μία οριογραμμή, η οποία εκτεινόταν ακριβώς μέχρι το σημείο που αρχίζει η ελληνική ΑΟΖ, συνυπολογιζομένου και του Καστελόριζου. Με απλά λόγια, η Κύπρος είχε καταφέρει να πείσει την Αίγυπτο να αναγνωρίσει ότι το Καστελόριζο έχει ΑΟΖ, με αποτέλεσμα, εάν η συγκεκριμένη συμφωνία υπογραφόταν ως είχε, η Τουρκία να μην έχει κανένα δικαίωμα να μπει σε συζητήσεις με την Αίγυπτο για ορισμό της μεταξύ τους ΑΟΖ. Και αυτό γιατί η Ελληνική και η Κυπριακή ΑΟΖ θα δημιουργούσαν ένα αδιαπέραστο τείχος για την Τουρκία. Να σημειωθεί ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα επηρέαζε και θα ισχυροποιούσε τη θέση της Ελλάδος στο Αιγαίο και νοτίως της Κρήτης.
Ο κ. Ρολάνδης διατείνεται ότι αντιπροσωπεία του ελληνικού ΥΠΕΞ «παρακάλεσε» την κυπριακή πλευρά να μεταφέρει την οριογραμμή κατά 8 ν.μ. ανατολικότερα (15 χλμ περίπου), για να μη δημιουργηθούν επιπλοκές με τις γείτονες χώρες και μάλιστα επικαλείται τα πρακτικά συνεδριάσεων που βρίσκονται στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Κύπρου. Με άλλα λόγια, με τη συγκεκριμένη παρέμβαση η τότε ελληνική κυβέρνηση και ειδικότερα το Υπουργείο Εξωτερικών δημιούργησε μια de facto «γκρίζα ζώνη» στην περιοχή του Καστελόριζου, διακόπτοντας τη συνέχεια του ελληνικού και του κυπριακού χώρου, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα συμφέροντα των δυο χωρών.
Το ερώτημα που τίθεται και στην περίπτωση αυτή είναι το εξής: Ποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες συμμετείχαν από πλευράς της Ελλάδος στη σύσκεψη της Λευκωσίας και με βάση ποιες (ελπίζουμε, γραπτές) οδηγίες ζήτησαν αυτή τη ρύθμιση από την κυπριακή πλευρά, μια ρύθμιση που καταφανώς βλάπτει ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και της Κύπρου. Ένα άλλο ερώτημα που επίσης τίθεται, είναι ποια νομιμοποίηση είχε ο αρμόδιος υπουργός που έδωσε τέτοια οδηγία και -σε περίπτωση που δεχτούμε ότι με την πράξη αυτή επλήγησαν βαρύτατα ζωτικά συμφέροντα της χώρας- γιατί δεν λειτούργησε έγκαιρα το κράτος και οι θεσμοί, για να αποτραπεί μια τέτοια ενέργεια. Διότι στην προκειμένη περίπτωση προκύπτουν και τίθενται τα εξής βασανιστικά ζητήματα:
Έχει τη δυνατότητα ένας υπουργός να λαμβάνει αποφάσεις και να δίδει στους υπηρεσιακούς παράγοντες οδηγίες που καταφανώς βλάπτουν τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας;
Οι υπηρεσιακοί παράγοντες, όταν λαμβάνουν τέτοιου είδους γραπτές οδηγίες, ποιες δυνατότητες έχουν και πώς προστατεύονται θεσμικά για να εκφράσουν υπηρεσιακά τις όποιες αντιρρήσεις τους;
Στην περίπτωση των παραλείψεων υπηρεσιακών και πολιτικών παραγόντων που οδήγησαν στην εθνική τραγωδία στο Ζύγι, και στην περίπτωση της έκδοσης από τον πολιτικό προϊστάμενο και της υλοποίησης από τους υπηρεσιακούς παράγοντες του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών των οδηγιών -ελπίζουμε, γραπτών- που κατέστησαν de facto «γκρίζα ζώνη» το Καστελόριζο και την ευρύτερη περιοχή, βλάπτοντας τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και της Κύπρου, είναι εμφανές ότι αναδεικνύεται μια σοβαρότατη αδυναμία. Ότι ο ρόλος του κράτους και στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχει υποβαθμιστεί και οι υπηρεσιακοί παράγοντες, που ορκίζονται «Πίστην εις την Πατρίδαν, υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους», καταντούν να είναι άβουλα όργανα και υποχείρια πολιτικών, με τραγικά αποτελέσματα για τον Ελληνισμό.
Ασφαλώς, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του κράτους και ο ρόλος των υπηρεσιακών παραγόντων είναι σοβαρότατο ζήτημα και πρέπει να απασχολήσει τους Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο. Μέχρι να λυθεί όμως αυτό το ζήτημα, και για να προλάβουμε τα χειρότερα εν όψει εξελίξεων, ελπίζουμε σύσσωμη η αντιπολίτευση, έστω και τώρα, να ζητήσει να τεθούν αρμοδίως υπ’ όψιν των μελών της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής τα πρακτικά που τηρήθηκαν στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, καθώς και οι γραπτές οδηγίες που εδόθησαν στους υπηρεσιακούς παράγοντες, για να μετατρέψουμε μια εθνική κατάκτηση σε εθνική τραγωδία, καθιστώντας μετά τα Ίμια και το Καστελόριζο de facto «γκρίζα ζώνη». Και αναλόγως να ζητηθούν ευθύνες και να πέσει και κει βαρύς ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης, επί πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων.
Ήγγικεν γαρ η ώρα!
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, την Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2011